ὀδάξω: Difference between revisions
ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)
(3b) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odakso | |Transliteration C=odakso | ||
|Beta Code=o)da/cw | |Beta Code=o)da/cw | ||
|Definition=impf. < | |Definition=impf.<br><span class="bld">A</span> ὤδαξον X.''Smp.''4.28:—more freq. in Med. [[ὀδάξομαι]], Hp.''Gland.'' 12,''Mul.''2.171 ([[ἀδάξεται]] codd.), Dsc.''Alex.''2, Aret.''SD''2.5 :—Pass., pf. part., μοιχὸς . . καρδίαν ὠδαγμένος [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''1127 : plpf. ὠδάγμην [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: —also [[ὀδαξάω]], Thphr.''Sign.''30 :—Med. [[ὀδαξάομαι]], Hp.''Mul.''1.90, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.29, Ph.2.332, Dsc.2.124, Ael.''NA''7.35 ([[ὀδαξέομαι]] [[varia lectio|v.l.]] in Ph. and Dsc. Il.cc.):—Act., [[feel pain]] or [[feel irritation]], τὸν δεξιὸν [πόδα] Thphr. [[l.c.]]; <b class="b3">τὸν ὦμον</b> X.l.c.:—Med., [[scratch oneself]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]l.c., cj. in Thphr. ''Char.''19.4 (ἀδαξ-).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ὀδάξει· τοῖς ὀδοῦσι δάκνει</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[cause irritation]], AB340, Suid., Phot. (where [[ἀδαξῆσαι]]); ἀδαξῶντα [[irritant]]s, Hp.''Mul.''1.18 codd. opt. : fut. ὀδαξήσεται ib.2.154 : pres. [[ὀδάξεται]] = [[is an irritant]], ib.160; ὀδάξονται μυκτῆρας Id.''Gland.''13 : c. acc., <b class="b3">ὠδάξατο σάρκα</b> [[nibble]]d at the [[flesh]], ''AP''9.86 (Antiphil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] u. ὀδάξομαι, Hippocr. u. sonst, gew. [[ὀδαξάω]], ion. ὀδαξέω, u. alle diese Formen auch ion. mit α, ἀδάξω, ἀδαξέω, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] u. ὀδάξομαι, Hippocr. u. sonst, gew. [[ὀδαξάω]], ion. ὀδαξέω, u. alle diese Formen auch ion. mit α, ἀδάξω, ἀδαξέω, [[beißen]], [[stechen]], ein Jucken verursachen, u. pass. ein Stechen, Jucken empfinden, u. dah. auch [[sich kratzen]], reiben, Hippocr. u. Folgde; ὥσπερ ὑπὸ θηρίου τινὸς δεδηγμένος τόν τε ὦμον πλεῖον ἢ [[πέντε]] ἡμέρας ὤδαξον ([[varia lectio|v.l.]] ὠδάξουν), Xen. Conv. 4, 28; ὀδαξᾶσθαι, D. Sic. 3, 29 ([[varia lectio|v.l.]] ὀδάξασθαι); Ael. H. A. 7, 35; ὠδάξατο, Antiphan. 22 (IX, 86); auch übertr., καρδίαν ὠδαγμένος Soph. frg. 708, Sp., wie Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. impf.</i> ὤδαξον;<br /><i>Pass. f.</i> ὀδάξομαι, <i>part. pf.</i> ὠδαγμένος;<br />[[souffrir d'une morsure]], [[de démangeaison]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀδάξ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀδάξω:''' (act. только inf. ὤδαξον; pass.: fut. ὀδάξομαι, part. ὠδαγμένος)<br /><b class="num">1</b> [[кусать]] (σάρκα Anth.; καρδίαν ὠδαγμένος Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[быть укушенным]], [[чувствовать боль от укуса]]: τὸν ὦμον ὤδαξον Xen. у меня плечо зудело от укуса. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδάξω''': παρατ. ὤδαξον, (ὀδὰξ) [[αἰσθάνομαι]] δῆξιν, δηκτικὸν πόνον, ἐρεθισμόν, Ξεν. Συμπ. 4, 28· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀδάξομαι, Ἱππ. 272. 41 καὶ 51., 663. 21 ([[ἔνθα]] ἀδάξεται), Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρονικ. Παθ. 2. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., καρδίαν ὠδαγμένος, ἐν στίχῳ ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (Ἀποσπ. 708)· ὑπερσ. ὠδάγμην, «ἐκνησάμην» Ἡσύχ.· οὕτω καὶ ὀδαξάομαι Ἱππ. 633. 26, Διόδ. 3. 29, Αἰλ. π. Ζ. 7. 35· -έομαι Διοσκ. 2. 150. ΙΙ. = δάκνω, [[δαγκάνω]], Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] τὰ Α. Β. 340, 28 «ἀδαξῆσαι: τὸ κνῆσαι, οὐκ ἐν τῷ õ ὀδαξῆσαι. καὶ ἀδαχεῖν τὸ κνήθειν» Σουΐδ. ἐν λέξει ἀδαξῆσαι, Φώτ. ἐν λέξ. ἀδαξῆσαι: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 598. 49 ([[ἔνθα]] ὁ Littré (8. 58) ἀναγινώσκει ἀδαξῶντα), 660. 28· μετ’ αἰτ., ὠδάξατο σάρκα, ἔδακειν, Ἀνθ. Ρ. 9. 86. | |lstext='''ὀδάξω''': παρατ. ὤδαξον, (ὀδὰξ) [[αἰσθάνομαι]] δῆξιν, δηκτικὸν πόνον, ἐρεθισμόν, Ξεν. Συμπ. 4, 28· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀδάξομαι, Ἱππ. 272. 41 καὶ 51., 663. 21 ([[ἔνθα]] ἀδάξεται), Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρονικ. Παθ. 2. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., καρδίαν ὠδαγμένος, ἐν στίχῳ ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (Ἀποσπ. 708)· ὑπερσ. ὠδάγμην, «ἐκνησάμην» Ἡσύχ.· οὕτω καὶ ὀδαξάομαι Ἱππ. 633. 26, Διόδ. 3. 29, Αἰλ. π. Ζ. 7. 35· -έομαι Διοσκ. 2. 150. ΙΙ. = δάκνω, [[δαγκάνω]], Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] τὰ Α. Β. 340, 28 «ἀδαξῆσαι: τὸ κνῆσαι, οὐκ ἐν τῷ õ ὀδαξῆσαι. καὶ ἀδαχεῖν τὸ κνήθειν» Σουΐδ. ἐν λέξει ἀδαξῆσαι, Φώτ. ἐν λέξ. ἀδαξῆσαι: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 598. 49 ([[ἔνθα]] ὁ Littré (8. 58) ἀναγινώσκει ἀδαξῶντα), 660. 28· μετ’ αἰτ., ὠδάξατο σάρκα, ἔδακειν, Ἀνθ. Ρ. 9. 86. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀδάξω]] και ὀδαξῶ και ἀδαξῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[δαγκώνω]]<br /><b>2.</b> (συν. το μέσ.) <i>ὀδάξομαι</i> και <i>ὀδαξῶμαι</i>, -<i>άομαι</i> και <i> | |mltxt=[[ὀδάξω]] και ὀδαξῶ και ἀδαξῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[δαγκώνω]]<br /><b>2.</b> (συν. το μέσ.) <i>ὀδάξομαι</i> και <i>ὀδαξῶμαι</i>, -<i>άομαι</i> και <i>ὀδαξοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />[[προκαλώ]] κνησμό ή πόνο με [[δάγκωμα]] ή [[τσίμπημα]]<br /><b>3.</b> [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]] ή πόνο που οφείλεται, [[κυρίως]] σε [[δάγκωμα]]<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] αμυχές στο [[δέρμα]] μου, γρατσουνί-ζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[οδάξ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀδάξω:''' παρατ. <i>ὤδαξον</i> ([[ὀδάξ]]), [[αισθάνομαι]] [[δάγκωμα]], έντονο πόνο, [[αισθάνομαι]] ερεθισμό, σε Ξεν. | |lsmtext='''ὀδάξω:''' παρατ. <i>ὤδαξον</i> ([[ὀδάξ]]), [[αισθάνομαι]] [[δάγκωμα]], έντονο πόνο, [[αισθάνομαι]] ερεθισμό, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ὀδάξω]], [ὀδαξ]<br />to [[feel]] a [[biting]], [[stinging]] [[pain]], [[feel]] [[irritation]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:08, 27 March 2024
English (LSJ)
impf.
A ὤδαξον X.Smp.4.28:—more freq. in Med. ὀδάξομαι, Hp.Gland. 12,Mul.2.171 (ἀδάξεται codd.), Dsc.Alex.2, Aret.SD2.5 :—Pass., pf. part., μοιχὸς . . καρδίαν ὠδαγμένος S.Fr.1127 : plpf. ὠδάγμην Hsch.: —also ὀδαξάω, Thphr.Sign.30 :—Med. ὀδαξάομαι, Hp.Mul.1.90, D.S.3.29, Ph.2.332, Dsc.2.124, Ael.NA7.35 (ὀδαξέομαι v.l. in Ph. and Dsc. Il.cc.):—Act., feel pain or feel irritation, τὸν δεξιὸν [πόδα] Thphr. l.c.; τὸν ὦμον X.l.c.:—Med., scratch oneself, D.S.l.c., cj. in Thphr. Char.19.4 (ἀδαξ-).
II ὀδάξει· τοῖς ὀδοῦσι δάκνει, Hsch.; cause irritation, AB340, Suid., Phot. (where ἀδαξῆσαι); ἀδαξῶντα irritants, Hp.Mul.1.18 codd. opt. : fut. ὀδαξήσεται ib.2.154 : pres. ὀδάξεται = is an irritant, ib.160; ὀδάξονται μυκτῆρας Id.Gland.13 : c. acc., ὠδάξατο σάρκα nibbled at the flesh, AP9.86 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 291] u. ὀδάξομαι, Hippocr. u. sonst, gew. ὀδαξάω, ion. ὀδαξέω, u. alle diese Formen auch ion. mit α, ἀδάξω, ἀδαξέω, beißen, stechen, ein Jucken verursachen, u. pass. ein Stechen, Jucken empfinden, u. dah. auch sich kratzen, reiben, Hippocr. u. Folgde; ὥσπερ ὑπὸ θηρίου τινὸς δεδηγμένος τόν τε ὦμον πλεῖον ἢ πέντε ἡμέρας ὤδαξον (v.l. ὠδάξουν), Xen. Conv. 4, 28; ὀδαξᾶσθαι, D. Sic. 3, 29 (v.l. ὀδάξασθαι); Ael. H. A. 7, 35; ὠδάξατο, Antiphan. 22 (IX, 86); auch übertr., καρδίαν ὠδαγμένος Soph. frg. 708, Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. ὤδαξον;
Pass. f. ὀδάξομαι, part. pf. ὠδαγμένος;
souffrir d'une morsure, de démangeaison.
Étymologie: ὀδάξ.
Russian (Dvoretsky)
ὀδάξω: (act. только inf. ὤδαξον; pass.: fut. ὀδάξομαι, part. ὠδαγμένος)
1 кусать (σάρκα Anth.; καρδίαν ὠδαγμένος Soph.);
2 быть укушенным, чувствовать боль от укуса: τὸν ὦμον ὤδαξον Xen. у меня плечо зудело от укуса.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδάξω: παρατ. ὤδαξον, (ὀδὰξ) αἰσθάνομαι δῆξιν, δηκτικὸν πόνον, ἐρεθισμόν, Ξεν. Συμπ. 4, 28· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀδάξομαι, Ἱππ. 272. 41 καὶ 51., 663. 21 (ἔνθα ἀδάξεται), Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρονικ. Παθ. 2. 5· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., καρδίαν ὠδαγμένος, ἐν στίχῳ ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (Ἀποσπ. 708)· ὑπερσ. ὠδάγμην, «ἐκνησάμην» Ἡσύχ.· οὕτω καὶ ὀδαξάομαι Ἱππ. 633. 26, Διόδ. 3. 29, Αἰλ. π. Ζ. 7. 35· -έομαι Διοσκ. 2. 150. ΙΙ. = δάκνω, δαγκάνω, Ἡσύχ. - Κατὰ τὰ Α. Β. 340, 28 «ἀδαξῆσαι: τὸ κνῆσαι, οὐκ ἐν τῷ õ ὀδαξῆσαι. καὶ ἀδαχεῖν τὸ κνήθειν» Σουΐδ. ἐν λέξει ἀδαξῆσαι, Φώτ. ἐν λέξ. ἀδαξῆσαι: οὕτως ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 598. 49 (ἔνθα ὁ Littré (8. 58) ἀναγινώσκει ἀδαξῶντα), 660. 28· μετ’ αἰτ., ὠδάξατο σάρκα, ἔδακειν, Ἀνθ. Ρ. 9. 86.
Greek Monolingual
ὀδάξω και ὀδαξῶ και ἀδαξῶ, -άω (Α)
1. δαγκώνω
2. (συν. το μέσ.) ὀδάξομαι και ὀδαξῶμαι, -άομαι και ὀδαξοῦμαι, -έομαι
προκαλώ κνησμό ή πόνο με δάγκωμα ή τσίμπημα
3. αισθάνομαι φαγούρα ή πόνο που οφείλεται, κυρίως σε δάγκωμα
4. προκαλώ αμυχές στο δέρμα μου, γρατσουνί-ζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οδάξ].
Greek Monotonic
ὀδάξω: παρατ. ὤδαξον (ὀδάξ), αισθάνομαι δάγκωμα, έντονο πόνο, αισθάνομαι ερεθισμό, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὀδάξω, [ὀδαξ]
to feel a biting, stinging pain, feel irritation, Xen.