παρασκεύασμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paraskeyasma
|Transliteration C=paraskeyasma
|Beta Code=paraskeu/asma
|Beta Code=paraskeu/asma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">arrangement</b>, Aen. Tact.<span class="bibl">22.19</span> ; <b class="b3">τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π</b>. <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>11.19</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[arrangement]], Aen. Tact.22.19; <b class="b3">τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π.</b> X.''Oec.''11.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] τό, das Zubereitete, Vorbereitete, neben [[ἄσκημα]] Xen. Oec. 11, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0498.png Seite 498]] τό, das Zubereitete, Vorbereitete, neben [[ἄσκημα]] Xen. Oec. 11, 19.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[préparatif]], [[exercice]].<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρασκεύασμα:''' ατος τό подготовка, выработка: τὰ πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσματα Xen. развитие (физической) силы.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασκεύασμα''': τό, πᾶν ὅ,τι παρασκευάζει τις, [[ἑτοιμασία]], Ξεν. Οἰκ. 11. 19.
|lstext='''παρασκεύασμα''': τό, πᾶν ὅ,τι παρασκευάζει τις, [[ἑτοιμασία]], Ξεν. Οἰκ. 11. 19.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />préparatif, exercice.<br />'''Étymologie:''' [[παρασκευάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρασκεύασμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, [[παρασκεύασμα]], [[μηχάνημα]], [[σύνεργο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''παρασκεύασμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, [[παρασκεύασμα]], [[μηχάνημα]], [[σύνεργο]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''παρασκεύασμα:''' ατος τό подготовка, выработка: τὰ πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσματα Xen. развитие (физической) силы.
|mdlsjtxt=[[παρασκεύασμα]], ατος, τό, [from [[παρασκευάζω]]<br />[[anything]] [[prepared]], [[apparatus]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκεύασμα Medium diacritics: παρασκεύασμα Low diacritics: παρασκεύασμα Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑ
Transliteration A: paraskeúasma Transliteration B: paraskeuasma Transliteration C: paraskeyasma Beta Code: paraskeu/asma

English (LSJ)

-ατος, τό, arrangement, Aen. Tact.22.19; τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π. X.Oec.11.19.

German (Pape)

[Seite 498] τό, das Zubereitete, Vorbereitete, neben ἄσκημα Xen. Oec. 11, 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
préparatif, exercice.
Étymologie: παρασκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

παρασκεύασμα: ατος τό подготовка, выработка: τὰ πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσματα Xen. развитие (физической) силы.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκεύασμα: τό, πᾶν ὅ,τι παρασκευάζει τις, ἑτοιμασία, Ξεν. Οἰκ. 11. 19.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ παρασκευάζω
το αποτέλεσμα της ενέργειας του παρασκευάζω
νεοελλ.
1. (ιστολ.) διατηρημένο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, λ.χ. όργανα, ιστοί, κύτταρα, για παρατήρηση και διδασκαλία καθώς και κάθε βιολογικό δείγμα προετοιμασμένο με φυσικές ή χημικές μεθόδους για εξέταση στο μικροσκόπιο
2. (μικρβλ.) η εξάπλωση μικροβιοβριθούς υλικού στις αντικειμενοφόρες πλάκες, ο χρωματισμός και η σταθεροποίηση τών μικροβίων για να εξεταστούν στο μικροσκόπιο
3. (φαρμ.) μίγμα φαρμάκων έτοιμο για χρήση.

Greek Monotonic

παρασκεύασμα: -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, παρασκεύασμα, μηχάνημα, σύνεργο, σε Ξεν.

Middle Liddell

παρασκεύασμα, ατος, τό, [from παρασκευάζω
anything prepared, apparatus, Xen.