ὑλοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yloforos
|Transliteration C=yloforos
|Beta Code=u(lofo/ros
|Beta Code=u(lofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">carrying wood, a wood-carrier</b>, AP9.335 (Leon.); <b class="b3">οἱ </b>., name of a play by Aristomenes:—also ὑληφόρος, ἡ, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>272</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of a mountain, <b class="b2">wooded</b>, <span class="bibl">Plb.3.55.9</span>.</span>
|Definition=ὑλοφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[carrying wood]], a [[wood-carrier]], AP9.335 (Leon.); <b class="b3">οἱ ὑλοφόροι</b>, name of a play by Aristomenes:—also [[ὑληφόρος]], ἡ, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''272.<br><span class="bld">II</span> of a mountain, [[wooded]], Plb.3.55.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] Holz tragend; Leon. Tar. 16 (IX, 335); Pol. 3, 55, 9, von einem Gebirge.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] Holz tragend; Leon. Tar. 16 (IX, 335); Pol. 3, 55, 9, von einem Gebirge.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui porte du bois]];<br /><b>2</b> [[qui produit du bois]], [[boisé]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[φέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλοφόρος:''' (ῡ) покрытый лесом, лесистый (τὰ τῶν Ἄλπεων [[ἄκρα]] Polyb.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[дровонос]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ξύλα, [[ξυλοφόρος]], Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ὑληφόρος]], ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, [[δασώδης]], Πολύβ. 3. 55, 9.
|lstext='''ὑλοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ξύλα, [[ξυλοφόρος]], Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] [[ὑληφόρος]], ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, [[δασώδης]], Πολύβ. 3. 55, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui porte du bois;<br /><b>2</b> qui produit du bois, boisé.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ὑλοφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑλοφόρος:''' ὁ ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑλοφόρος:''' (ῡ) покрытый лесом, лесистый (τὰ τῶν Ἄλπεων [[ἄκρα]] Polyb.).<br /><b class="num">II</b> ὁ дровонос Anth.
|mdlsjtxt=ὑλο-[[φόρος]], ὁ, [[φέρω]]<br />a [[wood]]-carrier, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλοφόρος Medium diacritics: ὑλοφόρος Low diacritics: υλοφόρος Capitals: ΥΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: hylophóros Transliteration B: hylophoros Transliteration C: yloforos Beta Code: u(lofo/ros

English (LSJ)

ὑλοφόρον,
A carrying wood, a wood-carrier, AP9.335 (Leon.); οἱ ὑλοφόροι, name of a play by Aristomenes:—also ὑληφόρος, ἡ, Ar.Ach.272.
II of a mountain, wooded, Plb.3.55.9.

German (Pape)

[Seite 1177] Holz tragend; Leon. Tar. 16 (IX, 335); Pol. 3, 55, 9, von einem Gebirge.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui porte du bois;
2 qui produit du bois, boisé.
Étymologie: ὕλη, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ὑλοφόρος: (ῡ) покрытый лесом, лесистый (τὰ τῶν Ἄλπεων ἄκρα Polyb.).
IIдровонос Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλοφόρος: -ον, ὁ φέρων ξύλα, ξυλοφόρος, Ἀνθ. Π. 9· 335· οἱ ὑλοφόροι, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀριστομένους· -παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ποιηταῖς ὡσαύτως ὑληφόρος, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 272, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 636. ΙΙ. ἐπὶ ὄρους κεκαλυμμένου ὑπὸ δάσους, δασώδης, Πολύβ. 3. 55, 9.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ὑληφόρος, -ον, Α
1. αυτός που μεταφέρει ξύλα
2. (για βουνό) αυτός από τον οποίο παράγεται ξυλεία
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) Ὑλοφόροι
τίτλος δράματος του Αριστομένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -φόρος].

Greek Monotonic

ὑλοφόρος: ὁ (φέρω), αυτός που μεταφέρει ξύλα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑλο-φόρος, ὁ, φέρω
a wood-carrier, Anth.