κατώτατος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katotatos
|Transliteration C=katotatos
|Beta Code=katw/tatos
|Beta Code=katw/tatos
|Definition=η, ον, Sup. Adj. from <b class="b3">κάτω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lowest</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.52</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>87(88).6</span>, al.: neut. pl. as Adv., <span class="bibl">Hdt.7.23</span>. Adv. κατωτάτω, v. [[κάτω]].</span>
|Definition=η, ον, Sup. Adj. from [[κάτω]], [[lowest]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.52, [[LXX]] ''Ps.''87(88).6, al.: neuter plural as adverb, [[Herodotus|Hdt.]]7.23. Adv. [[κατωτάτω]], v. [[κάτω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] superl. von [[κάτω]], der unterste; Xen. Cyr. 6, 1, 52; Theophr.; – κατωτάτω, s. [[κάτω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] superl. von [[κάτω]], der unterste; Xen. Cyr. 6, 1, 52; Theophr.; – κατωτάτω, s. [[κάτω]].
}}
{{ls
|lstext='''κατώτατος''': -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ [[κάτω]], ὁ χαμηλότατος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 7. 23·- Ἐπίρρ. κατωτάτω, ἴδε ἐν λ. [[κάτω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />très bas, le plus bas ; <i>pl. neutre adv.</i> • κατώτατα HDT tout à fait en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]].
|btext=η, ον :<br />très bas, le plus bas ; <i>pl. neutre adv.</i> • κατώτατα HDT tout à fait en bas.<br />'''Étymologie:''' [[κάτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατώτατος -η -ον [κάτω] superl., onderste; n. plur. adv. κατώτατα op het laagste punt.
}}
{{elru
|elrutext='''κατώτατος:''' [superl. к [[κάτω]] I] самый нижний: τὸ [[κατωτάτω]] [[οἴκημα]] Xen. нижнее основание (колесницы).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατώτατος:''' -η, -ον, επίρρ. υπερθ. του [[κάτω]], ο [[πλέον]] [[χαμηλός]], σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατώτατος:''' -η, -ον, επίρρ. υπερθ. του [[κάτω]], ο [[πλέον]] [[χαμηλός]], σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατώτατος:''' [superl. к [[κάτω]] I] самый нижний: τὸ [[κατωτάτω]] [[οἴκημα]] Xen. нижнее основание (колесницы).
|lstext='''κατώτατος''': -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ [[κάτω]], ὁ χαμηλότατος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 7. 23·- Ἐπίρρ. κατωτάτω, ἴδε ἐν λ. [[κάτω]].
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=κατώτατος -η -ον [κάτω] superl., onderste; n. plur. adv. κατώτατα op het laagste punt.
|mdlsjtxt=[[κατώτατος]], η, ον [Sup. adj. from [[κάτω]]<br />lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώτατος Medium diacritics: κατώτατος Low diacritics: κατώτατος Capitals: ΚΑΤΩΤΑΤΟΣ
Transliteration A: katṓtatos Transliteration B: katōtatos Transliteration C: katotatos Beta Code: katw/tatos

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. from κάτω, lowest, X.Cyr.6.1.52, LXX Ps.87(88).6, al.: neuter plural as adverb, Hdt.7.23. Adv. κατωτάτω, v. κάτω.

German (Pape)

[Seite 1407] superl. von κάτω, der unterste; Xen. Cyr. 6, 1, 52; Theophr.; – κατωτάτω, s. κάτω.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très bas, le plus bas ; pl. neutre adv. • κατώτατα HDT tout à fait en bas.
Étymologie: κάτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατώτατος -η -ον [κάτω] superl., onderste; n. plur. adv. κατώτατα op het laagste punt.

Russian (Dvoretsky)

κατώτατος: [superl. к κάτω I] самый нижний: τὸ κατωτάτω οἴκημα Xen. нижнее основание (колесницы).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κατώτατος, -άτη, -ον) κάτω
αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.)
νεοελλ.
1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή»)
2. αυτός που έχει την πιο χαμηλή ποιότητα, αυτός που έχει την πιο μικρή αξία από όλους, ευτελέστατος, ταπεινότατος.
επίρρ...
κατώτατα (Α κατώτατα και κατωτάτω)
στο πιο κάτω μέρος, στο πιο χαμηλό μέρος («oἱ μὲν κατώτατα ἐστεῶτες ὤρυσσον», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κατώτατος: -η, -ον, επίρρ. υπερθ. του κάτω, ο πλέον χαμηλός, σε Ξεν.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατώτατος: -η, -ον, ὑπερθ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ κάτω, ὁ χαμηλότατος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 52· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Ἡρόδ. 7. 23·- Ἐπίρρ. κατωτάτω, ἴδε ἐν λ. κάτω.

Middle Liddell

κατώτατος, η, ον [Sup. adj. from κάτω
lowest, Xen.: neut. pl. as adv., Hdt.