τέχνασμα: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(1b)
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=technasma
|Transliteration C=technasma
|Beta Code=te/xnasma
|Beta Code=te/xnasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything made</b> or <b class="b2">done by art, handiwork</b>, <b class="b3">κέδρου τεχνάσματα</b>, of a cedar coffin, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1053</span>; <b class="b3">τ. σιδήρου</b> <b class="b2">implement</b> of iron, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.174</span>, cf. Semon. (?) in <span class="bibl"><span class="title">PLit.Lond.</span>53v</span>.<span class="bibl">9</span>, <span class="bibl">Hdn. 4.15.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">artifice, trick</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>1560</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>198</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.4.7</span>, <span class="bibl">Ezek.<span class="title">Exag.</span>41</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[anything made]] or [[done by art]], [[handiwork]], <b class="b3">κέδρου τεχνάσματα</b>, of a cedar coffin, [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1053; <b class="b3">τ. σιδήρου</b> [[implement]] of iron, Opp.''C.''2.174, cf. Semon. (?) in ''PLit.Lond.''53v.9, Hdn. 4.15.2.<br><span class="bld">II</span> [[artifice]], [[trick]], [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''1560, Ar.''Th.''198, X.''HG''6.4.7, Ezek.''Exag.''41.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1102.png Seite 1102]] τό, alles durch Kunst Hervorgebrachte od. Erkünstelte, Kunstgriff, List; Eur. Or. 1560; Ar. Th. 198; Xen. Hell. 6, 4, 7; Sp., wie Luc. Charid. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1102.png Seite 1102]] τό, alles durch Kunst Hervorgebrachte od. Erkünstelte, Kunstgriff, List; Eur. Or. 1560; Ar. Th. 198; Xen. Hell. 6, 4, 7; Sp., wie Luc. Charid. 7.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[artifice]], [[machination]], [[ruse]].<br />'''Étymologie:''' [[τεχνάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τέχνασμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[хитрость]], [[ухищрение]], [[выдумка]], [[уловка]], Eur., Arph., Xen. etc.;<br /><b class="num">2</b> pl. [[произведение]], [[изделие]]: κέδρου τεχνάσματα Eur. кедровый гроб.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τέχνασμα''': τό, πᾶν τὸ ἐντέχνως εἰργασμένον, [[ἔργον]] τέχνης [[τεχνούργημα]], κέδρου τεχνάσματα, ἐπὶ κεδρίνης λάρνακος, Εὐριπ. Ὀρ. 1053· τ. σιδήρων, [[ἐργαλεῖον]] σιδηροῦν, Ὀππ. Κυν. 2. 174, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 4. 15· πρβλ. [[τέχνημα]]. ΙΙ. [[τέχνασμα]], ὡς καὶ νῦν, [[δόλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1560, Ἀριστοφ. Θεσμ. 198, Ξενοφ. Ἑλλ. 6. 4, 7.
|lstext='''τέχνασμα''': τό, πᾶν τὸ ἐντέχνως εἰργασμένον, [[ἔργον]] τέχνης [[τεχνούργημα]], κέδρου τεχνάσματα, ἐπὶ κεδρίνης λάρνακος, Εὐριπ. Ὀρ. 1053· τ. σιδήρων, [[ἐργαλεῖον]] σιδηροῦν, Ὀππ. Κυν. 2. 174, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 4. 15· πρβλ. [[τέχνημα]]. ΙΙ. [[τέχνασμα]], ὡς καὶ νῦν, [[δόλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1560, Ἀριστοφ. Θεσμ. 198, Ξενοφ. Ἑλλ. 6. 4, 7.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />artifice, machination, ruse.<br />'''Étymologie:''' [[τεχνάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τεχνάζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> ευφυές [[επινόημα]] για [[επιτυχία]] σκοπού<br /><b>2.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[κόλπο]] (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῡ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῡτα καὶ πολὺς [[γέλως]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] κατασκευασμένο με [[τέχνη]], [[έργο]] τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», <b>Ηρωδιαν.</b>).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[τεχνάζω]] / -<i>ομαι</i>]<br /><b>1.</b> ευφυές [[επινόημα]] για [[επιτυχία]] σκοπού<br /><b>2.</b> [[δόλος]], [[πανουργία]], [[κόλπο]] (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῦ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῦτα καὶ πολὺς [[γέλως]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[καθετί]] κατασκευασμένο με [[τέχνη]], [[έργο]] τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», <b>Ηρωδιαν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέχνασμα:''' -ατος, τό ([[τεχνάζω]])·<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε εντέχνως φτιαγμένο, [[εργόχειρο]], <i>κέδρου τεχνάσματα</i>, λέγεται για κέδρινο [[φέρετρο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[δόλος]], στον ίδ., σε Ξεν.
|lsmtext='''τέχνασμα:''' -ατος, τό ([[τεχνάζω]])·<br /><b class="num">I.</b> οτιδήποτε εντέχνως φτιαγμένο, [[εργόχειρο]], <i>κέδρου τεχνάσματα</i>, λέγεται για κέδρινο [[φέρετρο]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[δόλος]], στον ίδ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''τέχνασμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> хитрость, ухищрение, выдумка, уловка Eur., Arph., Xen. etc.;<br /><b class="num">2)</b> pl. произведение, изделие: κέδρου τεχνάσματα Eur. кедровый гроб.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τέχνασμα]], ατος, τό, [[τεχνάζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[anything]] made or done by art, a [[handiwork]], κέδρου τεχνάσματα, of a [[cedar]]-[[coffin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> an [[artifice]], [[trick]], Eur., Xen.
|mdlsjtxt=[[τέχνασμα]], ατος, τό, [[τεχνάζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[anything]] made or done by art, a [[handiwork]], κέδρου τεχνάσματα, of a [[cedar]]-[[coffin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> an [[artifice]], [[trick]], Eur., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 20:39, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέχνασμα Medium diacritics: τέχνασμα Low diacritics: τέχνασμα Capitals: ΤΕΧΝΑΣΜΑ
Transliteration A: téchnasma Transliteration B: technasma Transliteration C: technasma Beta Code: te/xnasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A anything made or done by art, handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar coffin, E.Or.1053; τ. σιδήρου implement of iron, Opp.C.2.174, cf. Semon. (?) in PLit.Lond.53v.9, Hdn. 4.15.2.
II artifice, trick, E.Or.1560, Ar.Th.198, X.HG6.4.7, Ezek.Exag.41.

German (Pape)

[Seite 1102] τό, alles durch Kunst Hervorgebrachte od. Erkünstelte, Kunstgriff, List; Eur. Or. 1560; Ar. Th. 198; Xen. Hell. 6, 4, 7; Sp., wie Luc. Charid. 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
artifice, machination, ruse.
Étymologie: τεχνάζω.

Russian (Dvoretsky)

τέχνασμα: ατος τό
1 хитрость, ухищрение, выдумка, уловка, Eur., Arph., Xen. etc.;
2 pl. произведение, изделие: κέδρου τεχνάσματα Eur. кедровый гроб.

Greek (Liddell-Scott)

τέχνασμα: τό, πᾶν τὸ ἐντέχνως εἰργασμένον, ἔργον τέχνης τεχνούργημα, κέδρου τεχνάσματα, ἐπὶ κεδρίνης λάρνακος, Εὐριπ. Ὀρ. 1053· τ. σιδήρων, ἐργαλεῖον σιδηροῦν, Ὀππ. Κυν. 2. 174, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 4. 15· πρβλ. τέχνημα. ΙΙ. τέχνασμα, ὡς καὶ νῦν, δόλος, Εὐρ. Ὀρ. 1560, Ἀριστοφ. Θεσμ. 198, Ξενοφ. Ἑλλ. 6. 4, 7.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τεχνάζω / -ομαι]
1. ευφυές επινόημα για επιτυχία σκοπού
2. δόλος, πανουργία, κόλπο (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῦ μητροκτόνου τεχνάσματ' ἐστὶ ταῦτα καὶ πολὺς γέλως», Ευρ.)
αρχ.
καθετί κατασκευασμένο με τέχνη, έργο τέχνης («τριβόλους καὶ πολλὰ ἄλλα τεχνάσματα σιδήρων», Ηρωδιαν.).

Greek Monotonic

τέχνασμα: -ατος, τό (τεχνάζω
I. οτιδήποτε εντέχνως φτιαγμένο, εργόχειρο, κέδρου τεχνάσματα, λέγεται για κέδρινο φέρετρο, σε Ευρ.
II. τέχνασμα, δόλος, στον ίδ., σε Ξεν.

Middle Liddell

τέχνασμα, ατος, τό, τεχνάζω
I. anything made or done by art, a handiwork, κέδρου τεχνάσματα, of a cedar-coffin, Eur.
II. an artifice, trick, Eur., Xen.