ἐγκυλίνδω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(1ab) |
mNo edit summary |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkylindo | |Transliteration C=egkylindo | ||
|Beta Code=e)gkuli/ndw | |Beta Code=e)gkuli/ndw | ||
|Definition=( | |Definition=([[ἐγκυλίω]] Hp.''Mul.''1.75, Arist.''Pr.''914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. ἐγκυλίσω [ῑ]:—<br><span class="bld">A</span> [[roll up in]] or [[wrap up in]], [[wrap]], [[envelop]], [[involve]], πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; <b class="b3">τι ἐς ἔριον</b> Hp.l.c.<br><span class="bld">II</span> metaph. in Pass., [[ἐγκυλίνδομαι]] to [[be involved in]], [[wrap oneself]], [[be involved]], [[be implicated]], εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.22, cf. Vett. Val. [[l.c.]]; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.''Chr.'' 26; πράγμασι ''Cat.Cod.Astr.''7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. ''Hipp.''6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[rouler dans]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κυλίνδω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκῠλίνδω''': μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― [[περιτυλίσσω]], [[ἐντυλίσσω]], [[περιβάλλω]], πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6. | |lstext='''ἐγκῠλίνδω''': μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― [[περιτυλίσσω]], [[ἐντυλίσσω]], [[περιβάλλω]], πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 09:31, 21 January 2024
English (LSJ)
(ἐγκυλίω Hp.Mul.1.75, Arist.Pr.914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. ἐγκυλίσω [ῑ]:—
A roll up in or wrap up in, wrap, envelop, involve, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; τι ἐς ἔριον Hp.l.c.
II metaph. in Pass., ἐγκυλίνδομαι to be involved in, wrap oneself, be involved, be implicated, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, cf. Vett. Val. l.c.; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.Chr. 26; πράγμασι Cat.Cod.Astr.7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. Hipp.6.
French (Bailly abrégé)
rouler dans.
Étymologie: ἐν, κυλίνδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῠλίνδω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― περιτυλίσσω, ἐντυλίσσω, περιβάλλω, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.
Greek Monolingual
ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α)
1. περιτυλίσσω
2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι
3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι.
Greek Monotonic
ἐγκῠλίνδω: μέλ. -κυλίσω [ῑ], περιτυλίγω, περιβάλλω· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, εἴς τι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -κυλίσω
to roll up in: metaph. in Pass. to be involved in, εἴς τι Xen.