σύριγμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(1b)
m (Text replacement - " )" to ")")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrigma
|Transliteration C=syrigma
|Beta Code=su/rigma
|Beta Code=su/rigma
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ατος, τό</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sound of a pipe</b>, in pl., <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>952</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 554</span>; <b class="b2">whistling</b>, <b class="b3">κυνορτικὸν σ</b>. S.<span class="title">Ichn.</span>167; ἀνέμων <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>34.25</span>; <b class="b2">hissing</b> of the serpent Pytho, <span class="title">Pae.Delph.</span>20 (pl.).</span>
|Definition=[ῡ], ατος, τό, [[sound of a pipe]], in plural, E.''Ba.''952, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 554; [[whistling]], <b class="b3">κυνορτικὸν σ.</b> S.''Ichn.''167; ἀνέμων Orph.''H.''34.25; [[hissing]] of the serpent Pytho, ''Pae.Delph.''20 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[sifflement]], [[son sifflant]].<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]], [[συρίττω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύριγμα -ατος, τό [συρίζω] klank van de panfluit gefluit (ook plur.):. Πανὸς ἕδρας ἔνθ’ ἔχει συρίγματα de zetels van Pan, waar de syrinx klinkt Eur. Ba. 952.
}}
{{elru
|elrutext='''σύριγμα:''' ατος (ῡ) τό звук свирели, свист Eur., Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύριγμα''': [ῡ], τό, ὁ [[ἦχος]] σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.
|lstext='''σύριγμα''': [ῡ], τό, ὁ [[ἦχος]] σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sifflement, son sifflant.<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]], [[συρίττω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σύρισμα]], το, ΝΑ και [[σούρισμα]] και σούριγμα Ν [[συρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρίζω]], ο [[ήχος]] της σύριγγας, το [[σφύριγμα]] (α. «ακούστηκε ένα οξύ [[σύριγμα]]» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συριστικός]] [[ήχος]], [[συριγμός]] («ἐκφωνεῑται τὸ <i>σ</i> τοῡ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας [[λεπτὸν]] καὶ στενὸν ἐξωθοῡντος τὸ [[σύριγμα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] στο [[θέατρο]]) [[αποδοκιμασία]] με [[σφύριγμα]].
|mltxt=και [[σύρισμα]], το, ΝΑ και [[σούρισμα]] και σούριγμα Ν [[συρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συρίζω]], ο [[ήχος]] της σύριγγας, το [[σφύριγμα]] (α. «ακούστηκε ένα οξύ [[σύριγμα]]» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συριστικός]] [[ήχος]], [[συριγμός]] («ἐκφωνεῖται τὸ <i>σ</i> τοῦ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας [[λεπτὸν]] καὶ στενὸν ἐξωθοῦν
τος τὸ [[σύριγμα]]», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] στο [[θέατρο]]) [[αποδοκιμασία]] με [[σφύριγμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύριγμα:''' [ῡ], -ατος, τό ([[συρίζω]]), [[ήχος]], [[σφύριγμα]] αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''σύριγμα:''' [ῡ], -ατος, τό ([[συρίζω]]), [[ήχος]], [[σφύριγμα]] αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύριγμα -ατος, τό [συρίζω] klank van de panfluit gefluit (ook plur. ):. Πανὸς ἕδρας ἔνθ ’ ἔχει συρίγματα de zetels van Pan, waar de syrinx klinkt Eur. Ba. 952.
}}
{{elru
|elrutext='''σύριγμα:''' ατος (ῡ) τό звук свирели, свист Eur., Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύ¯ριγμα, ατος, τό, [[συρίζω]]<br />the [[sound]] of a [[pipe]], Eur., Ar.
|mdlsjtxt=σύ¯ριγμα, ατος, τό, [[συρίζω]]<br />the [[sound]] of a [[pipe]], Eur., Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύριγμα Medium diacritics: σύριγμα Low diacritics: σύριγμα Capitals: ΣΥΡΙΓΜΑ
Transliteration A: sýrigma Transliteration B: syrigma Transliteration C: syrigma Beta Code: su/rigma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, sound of a pipe, in plural, E.Ba.952, Ar.Ach. 554; whistling, κυνορτικὸν σ. S.Ichn.167; ἀνέμων Orph.H.34.25; hissing of the serpent Pytho, Pae.Delph.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1040] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sifflement, son sifflant.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύριγμα -ατος, τό [συρίζω] klank van de panfluit gefluit (ook plur.):. Πανὸς ἕδρας ἔνθ’ ἔχει συρίγματα de zetels van Pan, waar de syrinx klinkt Eur. Ba. 952.

Russian (Dvoretsky)

σύριγμα: ατος (ῡ) τό звук свирели, свист Eur., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σύριγμα: [ῡ], τό, ὁ ἦχος σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.

Greek Monolingual

και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν συρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρίζω, ο ήχος της σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», Ευρ.)
2. συριστικός ήχος, συριγμός («ἐκφωνεῖται τὸ σ τοῦ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας λεπτὸν καὶ στενὸν ἐξωθοῦν τος τὸ σύριγμα», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
(κυρίως στο θέατρο) αποδοκιμασία με σφύριγμα.

Greek Monotonic

σύριγμα: [ῡ], -ατος, τό (συρίζω), ήχος, σφύριγμα αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

σύ¯ριγμα, ατος, τό, συρίζω
the sound of a pipe, Eur., Ar.