ὑπομενετικός: Difference between revisions
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
(1b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypomenetikos | |Transliteration C=ypomenetikos | ||
|Beta Code=u(pomenetiko/s | |Beta Code=u(pomenetiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπομενετική, ὑπομενετικόν,<br><span class="bld">A</span> [[disposed to undergo]], [[patient of]], τῶν δεινῶν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1115a25 (Comp.); κινδύνων Id.''EE''1232a26; <b class="b3">πρὸς λύπας</b> ib. 1229b5.<br><span class="bld">2</span> [[obstinate]], διδασκαλίαι Demetr.Lac.''Herc.''1012.47. Codd. also have ὑπομενητικός or ὑπομενε-μονητικός, Hp.''Decent.''3, Pl.''Def.'' 412b, 416a, Arist.''VV''1250b14, Chrysipp.Stoic.3.125, Andronic.Rhod. p.576 M., Hierocl. ''in CA''7p.429M. Adv. [[ὑπομενετικῶς]] ''Stoic.''3.72. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] ή, όν, ausdauernd, aushaltend; Arist. eth. 3, 6; M. Ant. 1, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1225.png Seite 1225]] ή, όν, ausdauernd, aushaltend; Arist. eth. 3, 6; M. Ant. 1, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui se résigne volontiers]], [[endurant]], [[patient]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπομένω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπομενετικός:''' и [[ὑπομενητικός]] 3 выносливый, терпеливый Plat.: ὑ. τινος и πρός τι Arst. умеющий переносить что-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπομενετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ [[προτέρημα]] ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας [[αὐτόθι]] 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ὡσαύτως]], ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1. | |lstext='''ὑπομενετικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ [[προτέρημα]] ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας [[αὐτόθι]] 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ὡσαύτως]], ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], | |lsmtext='''ὑπομενετικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[δύναμη]] να υπομένει, [[υπομονετικός]], τῶν δεινῶν, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑπομενετικός]], ή, όν<br />[[patient]] of, τῶν δεινῶν Arist. | |mdlsjtxt=[[ὑπομενετικός]], ή, όν<br />[[patient]] of, τῶν δεινῶν Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπομενετική, ὑπομενετικόν,
A disposed to undergo, patient of, τῶν δεινῶν Arist.EN1115a25 (Comp.); κινδύνων Id.EE1232a26; πρὸς λύπας ib. 1229b5.
2 obstinate, διδασκαλίαι Demetr.Lac.Herc.1012.47. Codd. also have ὑπομενητικός or ὑπομενε-μονητικός, Hp.Decent.3, Pl.Def. 412b, 416a, Arist.VV1250b14, Chrysipp.Stoic.3.125, Andronic.Rhod. p.576 M., Hierocl. in CA7p.429M. Adv. ὑπομενετικῶς Stoic.3.72.
German (Pape)
[Seite 1225] ή, όν, ausdauernd, aushaltend; Arist. eth. 3, 6; M. Ant. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se résigne volontiers, endurant, patient.
Étymologie: ὑπομένω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπομενετικός: и ὑπομενητικός 3 выносливый, терпеливый Plat.: ὑ. τινος и πρός τι Arst. умеющий переносить что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομενετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ προτέρημα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας αὐτόθι 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡσαύτως, ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ, και ὑπομενητικός, -ή, -όν, Α ὑπομενετός / ὑπομενητός
ὑπομονετικός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομενετικόν
η ιδιότητα του υπομονετικού
αρχ.
επίμονος, πεισματάρης.
Greek Monotonic
ὑπομενετικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την δύναμη να υπομένει, υπομονετικός, τῶν δεινῶν, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὑπομενετικός, ή, όν
patient of, τῶν δεινῶν Arist.