περισώζω: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perisozo
|Transliteration C=perisozo
|Beta Code=perisw/zw
|Beta Code=perisw/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">save alive</b> ( = [[σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι]]), <b class="b2">save from death</b> or <b class="b2">ruin</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.25</span>, etc.; <b class="b3">π. τὴν πόλιν</b> ib.<span class="bibl">6.5.47</span> :—Med., ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω <span class="bibl">Alciphr.1.30</span> :—Pass., <b class="b2">escape with one's life</b>, of a prisoner, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.32</span>, cf. <span class="bibl">4.8.21</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.28 S.; αἰσχρῶς <span class="bibl">App.<span class="title">Sam.</span>4.7</span>; ἐκ μάχης <span class="bibl">D.C.46.50</span>; of things, <b class="b2">survive</b>, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1074b13</span>.</span>
|Definition=[[save alive]] (= [[σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι]]), [[save from death]] or [[ruin]], X.''HG''2.3.25, etc.; <b class="b3">π. τὴν πόλιν</b> ib.6.5.47:—Med., ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω Alciphr.1.30:—Pass., [[escape with one's life]], of a prisoner, X.''HG''2.3.32, cf. 4.8.21, Phld.''Rh.''1.28 S.; αἰσχρῶς App.''Sam.''4.7; ἐκ μάχης D.C.46.50; of things, [[survive]], οἷον λείψανα περισεσῶσθαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1074b13.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και περισώνω Ν<br />[[διασώζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάμεσα]] στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «[[λίγα]] πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την [[πυρκαγιά]]» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην [[ξηρά]]» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων Κάσσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σώζω]] από θάνατο ή από [[καταστροφή]] (α. «Λακεδαιμονίοις τοῑς περισώσασιν ἡμᾱς», <b>Ξεν.</b><br />β. «καὶ ὅλην τὴν πόλιν περισώσαιτε», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ και περισώνω Ν<br />[[διασώζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάμεσα]] στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «[[λίγα]] πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την [[πυρκαγιά]]» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην [[ξηρά]]» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων Κάσσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σώζω]] από θάνατο ή από [[καταστροφή]] (α. «Λακεδαιμονίοις τοῖς περισώσασιν ἡμᾶς», <b>Ξεν.</b><br />β. «καὶ ὅλην τὴν πόλιν περισώσαιτε», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[save]] [[alive]], to [[save]] from [[death]] or [[ruin]], Xen.:—Pass. to [[escape]] with one's [[life]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[save]] [[alive]], to [[save]] from [[death]] or [[ruin]], Xen.:—Pass. to [[escape]] with one's [[life]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισώζω Medium diacritics: περισώζω Low diacritics: περισώζω Capitals: ΠΕΡΙΣΩΖΩ
Transliteration A: perisṓzō Transliteration B: perisōzō Transliteration C: perisozo Beta Code: perisw/zw

English (LSJ)

save alive (= σῴζειν τινὰ ὥστε περιεῖναι), save from death or ruin, X.HG2.3.25, etc.; π. τὴν πόλιν ib.6.5.47:—Med., ἑταίραν χρηστὴν σεαυτῷ περιεσώσω Alciphr.1.30:—Pass., escape with one's life, of a prisoner, X.HG2.3.32, cf. 4.8.21, Phld.Rh.1.28 S.; αἰσχρῶς App.Sam.4.7; ἐκ μάχης D.C.46.50; of things, survive, οἷον λείψανα περισεσῶσθαι Arist.Metaph.1074b13.

German (Pape)

[Seite 595] (s. σώζω), erhalten, erretten (eigtl. σώζειν τινά, ὥστε περιεῖναι), bes. am Leben erhalten, Xen. Hell. 2, 3, 25. 4, 8, 21 u. Folgde, wie Luc. Tim. 3; Plut. oft; Ael. V. H. 15, 46.

Greek Monolingual

ΝΜΑ και περισώνω Ν
διασώζω κάποιον ή κάτι ανάμεσα στους άλλους ή άλλα που χάθηκαν (α. «λίγα πράγματα κατόρθωσε να περισώσει από την πυρκαγιά» β. «όσους περιέσωσαν τα ναυαγοσωστικά τους μετέφεραν στην ξηρά» γ. «τῶν ἐκ τῆς μάχης περισωθέντων», Δίων Κάσσ.)
μσν.-αρχ.
σώζω από θάνατο ή από καταστροφή (α. «Λακεδαιμονίοις τοῖς περισώσασιν ἡμᾶς», Ξεν.
β. «καὶ ὅλην τὴν πόλιν περισώσαιτε», Ξεν.).

Middle Liddell

fut. σω
to save alive, to save from death or ruin, Xen.:—Pass. to escape with one's life, Xen.