περιρροή: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(1ba)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perirroi
|Transliteration C=perirroi
|Beta Code=perirroh/
|Beta Code=perirroh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flowing round</b>, <b class="b3">ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ . . ἡ π. γιγνομένη</b> according as each flows round, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>111e</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">fluid</b>, ξὺν π. αἱμάλωψ <span class="bibl">Aret.<span class="title">CD</span>1.13</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[flowing round]], <b class="b3">ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ… ἡ π. γιγνομένη</b> according as each flows round, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 111e.<br><span class="bld">II</span> [[fluid]], ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.''CD''1.13.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περιρροή''': ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν [[πέριξ]], ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] [[τύχη]]... περ. γιγνομένη, ὡς [[ἕκαστος]] ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.
|btext=ῆς (ἡ) :<br />écoulement (d'un fleuve, <i>etc.</i>) vers un point déterminé.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιρροή -ῆς, [περιρρέω] [[eromheen stromend water]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das Herum-, Umherfließen, der [[Abfluß]] und [[Zusammenfluß]] [[wohin]]</i>, Plat. <i>Phaed</i>. 111e.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῆς (ἡ) :<br />écoulement (d’un fleuve, <i>etc.</i>) vers un point déterminé.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]].
|elrutext='''περιρροή:''' ἡ [[стекание]], [[сток]] Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[περιρρέω]]<br /><b>1.</b> η ροή, το [[ρεύμα]] από τα [[γύρω]] («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῑς ποταμοῑς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει [[κάθε]] [[ποταμός]] από τα [[πέριξ]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το ρευστό.
|mltxt=ἡ, Α [[περιρρέω]]<br /><b>1.</b> η ροή, το [[ρεύμα]] από τα [[γύρω]] («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει [[κάθε]] [[ποταμός]] από τα [[πέριξ]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το ρευστό.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιρροή:''' ἡ ([[περιρρέω]]), ροή γύρω από, σε Πλάτ.
|lsmtext='''περιρροή:''' ἡ ([[περιρρέω]]), ροή γύρω από, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιρροή:''' ἡ стекание, сток Plat.
|lstext='''περιρροή''': ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν [[πέριξ]], ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] [[τύχη]]... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς [[ἕκαστος]] ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=περιρροή -ῆς, [περιρρέω] eromheen stromend water.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιρροή]], ἡ, [[περιρρέω]]<br />a [[flowing]] [[round]], Plat.
|mdlsjtxt=[[περιρροή]], ἡ, [[περιρρέω]]<br />a [[flowing]] [[round]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρροή Medium diacritics: περιρροή Low diacritics: περιρροή Capitals: ΠΕΡΙΡΡΟΗ
Transliteration A: perirroḗ Transliteration B: perirroē Transliteration C: perirroi Beta Code: perirroh/

English (LSJ)

ἡ,
A flowing round, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ… ἡ π. γιγνομένη according as each flows round, Pl.Phd. 111e.
II fluid, ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.CD1.13.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
écoulement (d'un fleuve, etc.) vers un point déterminé.
Étymologie: περιρρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιρροή -ῆς, ἡ [περιρρέω] eromheen stromend water.

German (Pape)

ἡ, das Herum-, Umherfließen, der Abfluß und Zusammenfluß wohin, Plat. Phaed. 111e.

Russian (Dvoretsky)

περιρροή:стекание, сток Plat.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιρρέω
1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.)
2. το ρευστό.

Greek Monotonic

περιρροή: ἡ (περιρρέω), ροή γύρω από, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

περιρροή: ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν πέριξ, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχη... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς ἕκαστος ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.

Middle Liddell

περιρροή, ἡ, περιρρέω
a flowing round, Plat.