onverstaanbaar: Difference between revisions
From LSJ
(nlel) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[βάρβαρος]] | |nleltext=[[ἀγνώς]], [[ἄγνωστος]], [[ἄγνωτος]], [[ἄδηλος]], [[ἀδιανόητος]], [[ἀίδηλος]], [[αἰολόστομος]], [[ἄλογος]], [[ἀνεπινόητος]], [[ἀξύμβλητος]], [[ἀξύνετος]], [[ἀπερινόητος]], [[ἄσαμος]], [[ἀσαφής]], [[ἀσήμαντος]], [[ἄσημος]], [[ἀσήμων]], [[ἄσκοπος]], [[ἀσύμβλητος]], [[ἀσυνείκαστος]], [[ἀσύνετος]], [[ἀτέκμαρτος]], [[βάρβαρος]], [[βεβαρβαρωμένος]], [[δυσεύρετος]], [[δυσκαταμάθητος]], [[δυσμαθής]], [[δυσξύνετος]], [[δυστέκμαρτας]], [[δυστόπαστος]], [[ἐπάργεμος]], [[ψελλός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:14, 27 February 2024
Dutch > Greek
ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄγνωτος, ἄδηλος, ἀδιανόητος, ἀίδηλος, αἰολόστομος, ἄλογος, ἀνεπινόητος, ἀξύμβλητος, ἀξύνετος, ἀπερινόητος, ἄσαμος, ἀσαφής, ἀσήμαντος, ἄσημος, ἀσήμων, ἄσκοπος, ἀσύμβλητος, ἀσυνείκαστος, ἀσύνετος, ἀτέκμαρτος, βάρβαρος, βεβαρβαρωμένος, δυσεύρετος, δυσκαταμάθητος, δυσμαθής, δυσξύνετος, δυστέκμαρτας, δυστόπαστος, ἐπάργεμος, ψελλός