ἀδιόρθωτος: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=adiorthotos
|Transliteration C=adiorthotos
|Beta Code=a)dio/rqwtos
|Beta Code=a)dio/rqwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not corrected, not set right</b>, <span class="bibl">D.4.36</span>:—of books, <b class="b2">unrevised</b>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>13.21a</span>.<span class="bibl">1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">irremediable</b>, ὁρμή <span class="bibl">D.S.37.3</span>; δουλεία <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>3.90</span>, cf. <span class="bibl">D.L.5.66</span>; ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν <span class="bibl">D.H.6.20</span>. Adv. -τως <span class="bibl">D.S.29.25</span>.</span>
|Definition=ἀδιόρθωτον,<br><span class="bld">A</span> [[not corrected]], [[not set right]], D.4.36:—of books, [[unrevised]], Cic.''Att.''13.21a.''1''.<br><span class="bld">II</span> [[irremediable]], ὁρμή [[Diodorus Siculus|D.S.]]37.3; [[δουλεία]] App.''BC''3.90, cf. D.L.5.66; ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν D.H.6.20. Adv. [[ἀδιορθώτως]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]29.25.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀδιόρθωτος''': -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. [[διορθωτής]]. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, [[ἀδιόρθωτος]], [[ἀνεπανόρθωτος]], [[δουλεία]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no preparado]] τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36<br /><b class="num">•</b>de libros [[no corregido]] Cic.<i>Att</i>.327.1, Anon.<i>Prol</i>.24.14<br /><b class="num">•</b>[[no enmendado]] [[ἀβουλία]] Gr.Nyss.M.46.81B<br /><b class="num">•</b>de pers. [[no reformado]] Chrys.M.61.420.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser arreglado]], [[irremediable]], [[incorregible]] ὁρμή [[Diodorus Siculus|D.S.]]37.3, [[δουλεία]] App.<i>BC</i> 3.90, [[ἁμαρτία]] D.C.69.4.5, [[ἀργία]] D.L.5.66, cf. <i>Gloss</i>.2.218<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. como adv. [[sin corregir]] τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa</i> D.L.10.27.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[erróneamente]] ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512<br /><b class="num">•</b>[[irremediablemente]] τῇ λύπῃ συνεχόμενος [[Diodorus Siculus|D.S.]]29.25.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non redressé, non corrigé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διορθόω]].
|btext=ος, ον :<br />[[non redressé]], [[non corrigé]].<br />'''Étymologie:''' [[]], [[διορθόω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unordentlich]]</i>, [[neben]] ἄτακτα, ἀόριστα Dem. 4.36; <i>[[unverbesserlich]]</i>, Dion.Hal. 6.20; ἀδιόρθωτον [[ἐᾶν]], <i>[[unverbessert]]</i> [[lassen]], Strab.; bes. von Büchern: <i>[[unverbessert]]</i>, Sp., z.B. St.B. v. [[Γεδρωσία]].<br><b class="num">• Adv.</b>, DS
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no preparado]] τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36<br /><b class="num"></b>de libros [[no corregido]] Cic.<i>Att</i>.327.1, Anon.<i>Prol</i>.24.14<br /><b class="num"></b>[[no enmendado]] [[ἀβουλία]] Gr.Nyss.M.46.81B<br /><b class="num">•</b>de pers. [[no reformado]] Chrys.M.61.420.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser arreglado]], [[irremediable]], [[incorregible]] ὁρμή D.S.37.3, [[δουλεία]] App.<i>BC</i> 3.90, [[ἁμαρτία]] D.C.69.4.5, [[ἀργία]] D.L.5.66, cf. <i>Gloss</i>.2.218<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. como adv. [[sin corregir]] τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa</i> D.L.10.27.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[erróneamente]] ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512<br /><b class="num">•</b>[[irremediablemente]] τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25.
|elrutext='''ἀδιόρθωτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[не приведенный в порядок]], [[неупорядоченный]] Dem.;<br /><b class="num">2</b> [[неисправимый]] Diog. L.;<br /><b class="num">3</b> [[непроверенный]], [[неотредактированный]] Cic.
}}
{{ls
|lstext='''ἀδιόρθωτος''': -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. [[διορθωτής]]. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, [[ἀδιόρθωτος]], [[ἀνεπανόρθωτος]], [[δουλεία]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδιόρθωτος:''' -ον ([[διορθόω]]), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. [[διορθωτής]].
|lsmtext='''ἀδιόρθωτος:''' -ον ([[διορθόω]]), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. [[διορθωτής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδιόρθωτος:'''<br /><b class="num">1)</b> не приведенный в порядок, неупорядоченный Dem.;<br /><b class="num">2)</b> неисправимый Diog. L.;<br /><b class="num">3)</b> непроверенный, неотредактированный Cic.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διορθόω]], cf. [[διορθωτής]].]<br />not corrected, not set [[right]], Dem.:—of books, unrevised, Cic.
|mdlsjtxt=[[διορθόω]], cf. [[διορθωτής]].]<br />not corrected, not set [[right]], Dem.:—of books, unrevised, Cic.
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιόρθωτος Medium diacritics: ἀδιόρθωτος Low diacritics: αδιόρθωτος Capitals: ΑΔΙΟΡΘΩΤΟΣ
Transliteration A: adiórthōtos Transliteration B: adiorthōtos Transliteration C: adiorthotos Beta Code: a)dio/rqwtos

English (LSJ)

ἀδιόρθωτον,
A not corrected, not set right, D.4.36:—of books, unrevised, Cic.Att.13.21a.1.
II irremediable, ὁρμή D.S.37.3; δουλεία App.BC3.90, cf. D.L.5.66; ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν D.H.6.20. Adv. ἀδιορθώτως D.S.29.25.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no preparado τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36
de libros no corregido Cic.Att.327.1, Anon.Prol.24.14
no enmendado ἀβουλία Gr.Nyss.M.46.81B
de pers. no reformado Chrys.M.61.420.
2 que no puede ser arreglado, irremediable, incorregible ὁρμή D.S.37.3, δουλεία App.BC 3.90, ἁμαρτία D.C.69.4.5, ἀργία D.L.5.66, cf. Gloss.2.218
neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.
II adv.
1 neutr. plu. como adv. sin corregir τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa D.L.10.27.
2 adv. -ως erróneamente ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512
irremediablemente τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non redressé, non corrigé.
Étymologie: , διορθόω.

German (Pape)

unordentlich, neben ἄτακτα, ἀόριστα Dem. 4.36; unverbesserlich, Dion.Hal. 6.20; ἀδιόρθωτον ἐᾶν, unverbessert lassen, Strab.; bes. von Büchern: unverbessert, Sp., z.B. St.B. v. Γεδρωσία.
• Adv., DS

Russian (Dvoretsky)

ἀδιόρθωτος:
1 не приведенный в порядок, неупорядоченный Dem.;
2 неисправимый Diog. L.;
3 непроверенный, неотредактированный Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιόρθωτος: -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. διορθωτής. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, ἀδιόρθωτος, ἀνεπανόρθωτος, δουλεία, Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.

Greek Monotonic

ἀδιόρθωτος: -ον (διορθόω), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. διορθωτής.

Middle Liddell

διορθόω, cf. διορθωτής.]
not corrected, not set right, Dem.:—of books, unrevised, Cic.