φάγρος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
mNo edit summary
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fagros
|Transliteration C=fagros
|Beta Code=fa/gros
|Beta Code=fa/gros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sea-bream</b> or <b class="b2">braize, Pagrus vulgaris</b>, Hp.<b class="b2">lnt</b>. 1, <span class="bibl">Eup.38</span> (lyr.), <span class="bibl">Pl.Com.56.2</span>, <span class="bibl">Antiph.193</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>598a13</span>, <span class="bibl">601b30</span>, Speus. ap.<span class="bibl">Ath.7.327c</span>, Numen.ib.<span class="bibl">322f</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1095.18</span> (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in <span class="bibl">Str.17.2.4</span>; φάγωρος in Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Cret., <b class="b2">whetstone</b>, Simm.27.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[seabream]] or [[braize]], [[Pagrus vulgaris]], Hp. ''lnt''. 1, Eup.38 (lyr.), Pl.Com.56.2, Antiph.193, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''598a13, 601b30, Speus. ap.Ath.7.327c, Numen.ib.322f, ''BGU''1095.18 (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in Str.17.2.4; φάγωρος in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> Cret., [[whetstone]], Simm.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1249.png Seite 1249]] ὁ, ein Fisch, Antiphan. bei Ath. VII, 295 c u. öfter; bei den Kretern der Wetzstein, Simmias bei Ath. 327 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1249.png Seite 1249]] ὁ, ein Fisch, Antiphan. bei Ath. VII, 295 c u. öfter; bei den Kretern der Wetzstein, Simmias bei Ath. 327 f.
}}
{{elru
|elrutext='''φάγρος:''' ὁ [[фагр]] (колючеперая рыба) Arst.
}}
{{wkpen
|wketx=The [[red porgy]] ([[Pagrus pagrus]], [[Pagrus vulgaris]], [[Sparus pagrus]]), also known as the [[common seabream]] or [[Couch's bream]], is a species of marine ray-finned fish in the family Sparidae. It is found in shallow waters on either side of the Atlantic Ocean, being present on the western coast of Europe and the Mediterranean Sea as well as the eastern coasts of North and South America and the Caribbean Sea. It feeds on or near the seabed and most individuals start life as females and later change sex to males.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>κρητ. τ.</b>) η [[ακόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[φάγρος]] μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. <i>bark</i> (για [[γεύση]]) «[[πικρός]], [[δριμύς]]», [[αλλά]] και «[[βίαιος]], οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. <i>φαγρός</i> με αναβιβασμό του τόνου. Η [[σύνδεση]] αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[άποψη]] και θα οδηγούσε στην [[αναγωγή]] τών δύο τ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- «[[αιχμηρός]], [[οξύς]]» με [[επίθημα]] -<i>το</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τάφ</i>-<i>ρος</i>). Ωστόσο, το αρμεν. <i>bark</i> ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. <i>bhorgw</i>-<i>os</i> «[[απότομος]], [[εχθρικός]]»].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού, το [[φαγγρί]], [[πάγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. του ψαριού στη λ. [[φάγρος]] (Ι) «[[ακόνη]]», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή του σχήματος του ψαριού].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>κρητ. τ.</b>) η [[ακόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[φάγρος]] μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. <i>bark</i> (για [[γεύση]]) «[[πικρός]], [[δριμύς]]», [[αλλά]] και «[[βίαιος]], οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. <i>φαγρός</i> με αναβιβασμό του τόνου. Η [[σύνδεση]] αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική [[άποψη]] και θα οδηγούσε στην [[αναγωγή]] τών δύο τ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhag</i>- «[[αιχμηρός]], [[οξύς]]» με [[επίθημα]] -<i>το</i>- ([[πρβλ]]. [[τάφρος]]). Ωστόσο, το αρμεν. <i>bark</i> ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. <i>bhorgw</i>-<i>os</i> «[[απότομος]], [[εχθρικός]]»].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />[[είδος]] ψαριού, το [[φαγγρί]], [[πάγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. του ψαριού στη λ. [[φάγρος]] (Ι) «[[ακόνη]]», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή του σχήματος του ψαριού].
}}
}}
{{elru
{{FriskDe
|elrutext='''φάγρος:''' ὁ фагр (колючеперая рыба) Arst.
|ftr='''φάγρος''': 1.<br />{phágros}<br />'''Meaning''': kret. Wort für [[ἀκόνη]], [[Wetzstein]], nach Simias bei Ath. 6, 327e (''Fr''. 27).<br />'''Etymology''': Kann mit arm. ''bark'' [[herb]], [[bitter]], [[scharf vom Geschmack]], [[heftig]], [[zornig]], wenn aus idg. *''bhag''-''ro''-, formal, letzten Endes auch semantisch ("schärfend, der Schärfer" mit substantivierender Barytonese) identisch sein (Lidén Armen. Stud. 57 ff.). — Andere, gewiß nicht vorzuziehende Erklärungen von arm. ''bark'' bei WP. 2, 188, Pok. 163. Vgl. [[φοξός]].<br />'''Page''' 2,980<br />2.<br />{phágros}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines Fisches, viell. [[Seebrassen]], [[Pagrus vulgaris]] (Hp., Kom., Arist. usw.);<br />'''Derivative''': Nebenformen [[φάγωρος]] (aus *φάγρ- dissim.? Fick KZ 43, 151)· [[ἰχθῦς]] [[ποιός]] H., φαγρώριος (Str.).<br />'''Etymology''': Nach einer zögernden [[Vermutung]] von Lidén a. O. mit 1. [[φάγρος]] identisch (wegen der zugespitzten Körperform od. der scharfen Zähne?). Gemäß Isid. (s. Thompson Fishes [[sub verbo|s.v.]] m. ausführl. Behandlung) wurde der Fisch von den Griechen ''fagrus'' benannt, "quod duros dentes habeat, ita ut ostreis in rnari alatur". Vorgriech. Ursprung ist natürlich denkbar (s. Lit. bei W.-Hofmann s. ''pager''; daselbst auch eine abzulehnende Anknüpfung an [[πηγός]], [[πήγνυμι]]).<br />'''Page''' 2,980-981
}}
{{trml
|trtx====[[seabream]]===
Catalan: orada; Chinese Mandarin: 海鯛/海鲷; Finnish: hammasahven, pomfretti; French: [[dorade]]; Galician: ollomol, panchoz, buraz; German: [[Goldbrasse]]; Greek: [[φαγγρί]], [[συναγρίδα]]; Ancient Greek: [[φάγρος]]; Irish: garbhánach, súgach, deargán; Italian: [[dentice]], [[orata]], [[cantaro]]; Japanese: 鯛; Korean: 도미; Latin: [[sargus]], [[aurata]]; Ligurian: oâ; Portuguese: [[dourada]]; Serbo-Croatian: ovrat; Spanish: [[dorada]]; Welsh: merfog, gwrachen
}}
}}

Latest revision as of 06:36, 17 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάγρος Medium diacritics: φάγρος Low diacritics: φάγρος Capitals: ΦΑΓΡΟΣ
Transliteration A: phágros Transliteration B: phagros Transliteration C: fagros Beta Code: fa/gros

English (LSJ)

ὁ,
A seabream or braize, Pagrus vulgaris, Hp. lnt. 1, Eup.38 (lyr.), Pl.Com.56.2, Antiph.193, Arist.HA598a13, 601b30, Speus. ap.Ath.7.327c, Numen.ib.322f, BGU1095.18 (i A. D.), Phylotim. ap. Gal.6.726, 12.800: written φαγρώριος in Str.17.2.4; φάγωρος in Hsch.
II Cret., whetstone, Simm.27.

German (Pape)

[Seite 1249] ὁ, ein Fisch, Antiphan. bei Ath. VII, 295 c u. öfter; bei den Kretern der Wetzstein, Simmias bei Ath. 327 f.

Russian (Dvoretsky)

φάγρος:фагр (колючеперая рыба) Arst.

Wikipedia EN

The red porgy (Pagrus pagrus, Pagrus vulgaris, Sparus pagrus), also known as the common seabream or Couch's bream, is a species of marine ray-finned fish in the family Sparidae. It is found in shallow waters on either side of the Atlantic Ocean, being present on the western coast of Europe and the Mediterranean Sea as well as the eastern coasts of North and South America and the Caribbean Sea. It feeds on or near the seabed and most individuals start life as females and later change sex to males.

Greek (Liddell-Scott)

φάγρος: ὁ, εἶδος ἰχθύος, κοινῶς «φαγρί», Εὔπολις ἐν «Ἀστρατεύτοις» 6, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Κλεοφῶντι» 1, Ἀντιφάνης ἐν «Προβατεῖ» 1, κλπ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3., 19, 5· «φάγρος. ἔστιν ὁ παρ’ ἡμῖν νῦν καλούμενος οὐδετέρως φαγρίον, παρὰ δὲ τοῖς πλείστοις καὶ διὰ διπλοῦ τοῦ γ φαγγρίον» Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 105, λζϳ· ― φέρεται φαγρώριος παρὰ Στράβ. 823· φάγωρος παρ’ Ἡσυχίῳ. ΙΙ. ἐν τῇ Κρητικῇ διαλέκτῳ ἡ ἀκόνη. Σιμμίας παρ’ Ἀθην. 327F.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κρητ. τ.) η ακόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. φαγρός με αναβιβασμό του τόνου. Η σύνδεση αυτή θεωρείται πιθανή τόσο από μορφολογική όσο και από σημασιολογική άποψη και θα οδηγούσε στην αναγωγή τών δύο τ. στην ΙΕ ρίζα bhag- «αιχμηρός, οξύς» με επίθημα -το- (πρβλ. τάφρος). Ωστόσο, το αρμεν. bark ανάγεται από άλλους μελετητές σε ΙΕ τ. bhorgw-os «απότομος, εχθρικός»].
(II)
ὁ, Α
είδος ψαριού, το φαγγρί, πάγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ορισμένοι μελετητές ανάγουν το όν. του ψαριού στη λ. φάγρος (Ι) «ακόνη», λόγω τών αιχμηρών δοντιών ή του σχήματος του ψαριού].

Frisk Etymology German

φάγρος: 1.
{phágros}
Meaning: kret. Wort für ἀκόνη, Wetzstein, nach Simias bei Ath. 6, 327e (Fr. 27).
Etymology: Kann mit arm. bark herb, bitter, scharf vom Geschmack, heftig, zornig, wenn aus idg. *bhag-ro-, formal, letzten Endes auch semantisch ("schärfend, der Schärfer" mit substantivierender Barytonese) identisch sein (Lidén Armen. Stud. 57 ff.). — Andere, gewiß nicht vorzuziehende Erklärungen von arm. bark bei WP. 2, 188, Pok. 163. Vgl. φοξός.
Page 2,980
2.
{phágros}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Fisches, viell. Seebrassen, Pagrus vulgaris (Hp., Kom., Arist. usw.);
Derivative: Nebenformen φάγωρος (aus *φάγρ- dissim.? Fick KZ 43, 151)· ἰχθῦς ποιός H., φαγρώριος (Str.).
Etymology: Nach einer zögernden Vermutung von Lidén a. O. mit 1. φάγρος identisch (wegen der zugespitzten Körperform od. der scharfen Zähne?). Gemäß Isid. (s. Thompson Fishes s.v. m. ausführl. Behandlung) wurde der Fisch von den Griechen fagrus benannt, "quod duros dentes habeat, ita ut ostreis in rnari alatur". Vorgriech. Ursprung ist natürlich denkbar (s. Lit. bei W.-Hofmann s. pager; daselbst auch eine abzulehnende Anknüpfung an πηγός, πήγνυμι).
Page 2,980-981

Translations

seabream

Catalan: orada; Chinese Mandarin: 海鯛/海鲷; Finnish: hammasahven, pomfretti; French: dorade; Galician: ollomol, panchoz, buraz; German: Goldbrasse; Greek: φαγγρί, συναγρίδα; Ancient Greek: φάγρος; Irish: garbhánach, súgach, deargán; Italian: dentice, orata, cantaro; Japanese: 鯛; Korean: 도미; Latin: sargus, aurata; Ligurian: oâ; Portuguese: dourada; Serbo-Croatian: ovrat; Spanish: dorada; Welsh: merfog, gwrachen