κηρύκειος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kirykeios
|Transliteration C=kirykeios
|Beta Code=khru/keios
|Beta Code=khru/keios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of a herald</b>, γράμμα <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 784</span>; γραφή Anon. ap. Suid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of Apollo, <span class="title">Schwyzer</span> 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).</span>
|Definition=κηρύκειον,<br><span class="bld">A</span> [[of a herald]], γράμμα [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]'' 784; γραφή Anon. ap. Suid.<br><span class="bld">II</span> Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of [[Apollo]], ''Schwyzer'' 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1434.png Seite 1434]] den Herold betreffend, ihm eigen; [[γράμμα]] Soph. frg. 897.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1434.png Seite 1434]] den Herold betreffend, ihm eigen; [[γράμμα]] Soph. frg. 897.
}}
{{elru
|elrutext='''κηρύκειος:''' (ῡ) относящийся к глашатаю ([[γράμμα]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο(ν) (ΑΜ [[κηρύκειος]],-ον) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («[[κηρύκειον]] [[γράμμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηρύκειο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[ραβδί]] του κήρυκα<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>(νομ.)</b> τα [[κηρύκεια]]<br />η [[αμοιβή]] του κήρυκα [[κατά]] την παλαιά [[πολιτική]] [[δικονομία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σύμβολο]] του κήρυκα ή [[κάλυμμα]] της κεφαλής του κήρυκα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[κηρύκεια]] συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο [[ικέτης]] και τά κατέθετε στον βωμό<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸ [[κηρύκειον]] ἢ τὴν μάχαιραν» — [[ειρήνη]] ή πόλεμο (<b>Φώτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[ραβδί]] του Ερμή, κήρυκα τών θεών<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει [[μισθός]]» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ [[κήρυξ]] ἐκήρυττε» <br />δ) μικρή [[σφραγίδα]]<br />ε) [[ονομασία]] αστερισμού<br />στ) [[φόρος]] δημοπρασίας<br />ζ) η [[αμοιβή]] εκείνου που έκανε τη [[δημοπρασία]]<br />η) η [[αμοιβή]] του καταδότη<br />θ) χειρουργικό [[εργαλείο]].
|mltxt=-ο(ν) (ΑΜ [[κηρύκειος]],-ον) [[κήρυξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («[[κηρύκειον]] [[γράμμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κηρύκειο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[ραβδί]] του κήρυκα<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>(νομ.)</b> τα [[κηρύκεια]]<br />η [[αμοιβή]] του κήρυκα [[κατά]] την παλαιά [[πολιτική]] [[δικονομία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[σύμβολο]] του κήρυκα ή [[κάλυμμα]] της κεφαλής του κήρυκα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[κηρύκεια]] συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο [[ικέτης]] και τά κατέθετε στον βωμό<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸ [[κηρύκειον]] ἢ τὴν μάχαιραν» — [[ειρήνη]] ή πόλεμο (<b>Φώτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το [[ραβδί]] του Ερμή, κήρυκα τών θεών<br />β) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει [[μισθός]]» <br />γ) ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ [[κήρυξ]] ἐκήρυττε» <br />δ) μικρή [[σφραγίδα]]<br />ε) [[ονομασία]] αστερισμού<br />στ) [[φόρος]] δημοπρασίας<br />ζ) η [[αμοιβή]] εκείνου που έκανε τη [[δημοπρασία]]<br />η) η [[αμοιβή]] του καταδότη<br />θ) χειρουργικό [[εργαλείο]].
}}
{{elru
|elrutext='''κηρύκειος:''' (ῡ) относящийся к глашатаю ([[γράμμα]] Soph.).
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύκειος Medium diacritics: κηρύκειος Low diacritics: κηρύκειος Capitals: ΚΗΡΥΚΕΙΟΣ
Transliteration A: kērýkeios Transliteration B: kērykeios Transliteration C: kirykeios Beta Code: khru/keios

English (LSJ)

κηρύκειον,
A of a herald, γράμμα S.Fr. 784; γραφή Anon. ap. Suid.
II Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of Apollo, Schwyzer 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).

German (Pape)

[Seite 1434] den Herold betreffend, ihm eigen; γράμμα Soph. frg. 897.

Russian (Dvoretsky)

κηρύκειος: (ῡ) относящийся к глашатаю (γράμμα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κηρύκειος: ῡ, ον, ἀνήκων εἰς κήρυγμα, γράμμα Σοφ. Ἀποσπ. 897· γραφὴ Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος,-ον) κήρυξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν)
το ραβδί του κήρυκα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια
η αμοιβή του κήρυκα κατά την παλαιά πολιτική δικονομία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. σύμβολο του κήρυκα ή κάλυμμα της κεφαλής του κήρυκα
αρχ.
1. φρ. «κηρύκεια συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία, τα κλαδιά που κρατούσε ο ικέτης και τά κατέθετε στον βωμό
2. παροιμ. «τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν» — ειρήνη ή πόλεμο (Φώτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ραβδί του Ερμή, κήρυκα τών θεών
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει μισθός»
γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ κήρυξ ἐκήρυττε»
δ) μικρή σφραγίδα
ε) ονομασία αστερισμού
στ) φόρος δημοπρασίας
ζ) η αμοιβή εκείνου που έκανε τη δημοπρασία
η) η αμοιβή του καταδότη
θ) χειρουργικό εργαλείο.