τίποτε: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] was denn? warum doch?
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] was denn? warum doch?
}}
{{bailly
|btext=v. [[τίπτε]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τίποτε''': ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί [[τάχα]]; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ [[τέκνον]]; οὐ [[μανθάνω]], τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ [[τέκνον]]; δὲν σὲ [[καταλαμβάνω]], Σοφ. Φιλ. 914, 1089.
|lstext='''τίποτε''': ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί [[τάχα]]; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ [[τέκνον]]; οὐ [[μανθάνω]], τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ [[τέκνον]]; δὲν σὲ [[καταλαμβάνω]], Σοφ. Φιλ. 914, 1089.
}}
{{bailly
|btext=v. [[τίπτε]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[τίποτε]], or τί ποτε; [[what]] or why, [[tell]] me? Lat. [[quid]] [[tandem]]? Soph.
|mdlsjtxt=[[τίποτε]], or τί ποτε; [[what]] or why, [[tell]] me? Lat. [[quid]] [[tandem]]? Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 1117] was denn? warum doch?

French (Bailly abrégé)

v. τίπτε.

Greek (Liddell-Scott)

τίποτε: ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί τάχα; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; οὐ μανθάνω, τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ τέκνον; δὲν σὲ καταλαμβάνω, Σοφ. Φιλ. 914, 1089.

Greek Monolingual

και τίποτα και τίποτις και τίποτσι και τίβοτας και τίβοτις και τίβοτσι και τίοτα και τίοτις Ν
άκλ. (αόρ. αντων.)
1. (γενικά) κάτι (α. «έμαθες τίποτε;» β. «έχεις τίποτε ψιλά πάνω σου;»)
2. κάτι σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη τίποτε;»)
3. (σε αρνητ. φρ.) κανένα απολύτως, ούτε το ελάχιστο («δεν απάντησε τίποτε»)
4. χρησιμοποιείται ως φιλοφρονητική απάντηση σε εκφράσεις όπως: ευχαριστώ ή συγγνώμηευχαριστώ για το δώρο σου — παρακαλώ
τίποτε»)
5. (με το ουδ. άρθρ.) το τίποτε
το ελάχιστο, το παραμικρό («αρπάζεται με το τίποτε»)
6. φρ. «άλλο τίποτε» — πάρα πολύ, με το παραπάνω («από δουλειά; άλλο τίποτε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τί ποτε «τι άραγε, τι τάχα» βλ. λ. Ο τ., ήδη από τη Μεσαιωνική, χρησιμοποιήθηκε με αόρ. σημ. για να δηλώσει κάτι, οτιδήποτε ή κάτι σπουδαίο και με αρνητ. σημ. «κανένα, ούτε το ελάχιστο». Ο τ. τίποτα σχηματίστηκε από τον τίποτε κατά τα επιρρ. σε -α (πρβλ. σήμερον: σήμερα) και ο τ. τίποτις κατά τα επιρρ. σε -ις (πρβλ. νωρίς). Οι τ., τέλος, τίποτσι, τίβοτας, τίοτα είναι διαλεκτικοί].

Greek Monotonic

τίποτε: ή τίποτε; τί ή γιατί, πες μου; Λατ. quid tandem?σε Σοφ.

Middle Liddell

τίποτε, or τί ποτε; what or why, tell me? Lat. quid tandem? Soph.