μαγγώνω: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
m (Text replacement - ">" to ">") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μαγκώνω]]<br /><b>1.</b> [[συσφίγγω]], [[συμπιέζω]] [[κάτι]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]] («η [[μηχανή]] μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, [[αλλά]] στο [[τέλος]] τον μάγγωσαν»)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε αδιέξοδο, τον [[πιέζω]], τον [[στριμώχνω]]<br /><b>4.</b> (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαγγωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[αδύναμος]] να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, [[αμίλητος]], [[συνεσταλμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μαγγανώνω</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάγγανο]], με [[απλολογία]] ( | |mltxt=και [[μαγκώνω]]<br /><b>1.</b> [[συσφίγγω]], [[συμπιέζω]] [[κάτι]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]] («η [[μηχανή]] μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, [[αλλά]] στο [[τέλος]] τον μάγγωσαν»)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε αδιέξοδο, τον [[πιέζω]], τον [[στριμώχνω]]<br /><b>4.</b> (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαγγωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[αδύναμος]] να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, [[αμίλητος]], [[συνεσταλμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μαγγανώνω</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάγγανο]], με [[απλολογία]] ([[πρβλ]]. [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
και μαγκώνω
1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)
2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τον μάγγωσαν»)
3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τον πιέζω, τον στριμώχνω
4. (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) παθαίνω εμπλοκή
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγγωμένος, -η, -ο
αδύναμος να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, αμίλητος, συνεσταλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μαγγανώνω < μάγγανο, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].