Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαγγώνω: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μαγκώνω]]<br /><b>1.</b> [[συσφίγγω]], [[συμπιέζω]] [[κάτι]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]] («η [[μηχανή]] μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, [[αλλά]] στο [[τέλος]] τον μάγγωσαν»)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε αδιέξοδο, τον [[πιέζω]], τον [[στριμώχνω]]<br /><b>4.</b> (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαγγωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[αδύναμος]] να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, [[αμίλητος]], [[συνεσταλμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μαγγανώνω</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάγγανο]], με [[απλολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])].
|mltxt=και [[μαγκώνω]]<br /><b>1.</b> [[συσφίγγω]], [[συμπιέζω]] [[κάτι]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]] («η [[μηχανή]] μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, [[αλλά]] στο [[τέλος]] τον μάγγωσαν»)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε αδιέξοδο, τον [[πιέζω]], τον [[στριμώχνω]]<br /><b>4.</b> (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαγγωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[αδύναμος]] να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, [[αμίλητος]], [[συνεσταλμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μαγγανώνω</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάγγανο]], με [[απλολογία]] ([[πρβλ]]. [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μαγκώνω
1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)
2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τον μάγγωσαν»)
3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τον πιέζω, τον στριμώχνω
4. (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) παθαίνω εμπλοκή
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγγωμένος, -η, -ο
αδύναμος να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, αμίλητος, συνεσταλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μαγγανώνω < μάγγανο, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].