ἀσυμφανής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asymfanis
|Transliteration C=asymfanis
|Beta Code=a)sumfanh/s
|Beta Code=a)sumfanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dark]], [[ὑπόνομος]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>836b19</span>; [[obscure]], <span class="bibl">Porph.<span class="title">in Ptol.</span>181</span>: Sup., <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>38</span>. Adv. [[ἀσυμφανῶς]] [[obscurely]], Arg.<span class="bibl">4</span> Ar.<span class="title">Ra.</span>, Suid.</span>
|Definition=ἀσυμφανές, [[dark]], [[ὑπόνομος]] Arist.''Mir.''836b19; [[obscure]], Porph.''in Ptol.''181: Sup., Dam.''Pr.''38. Adv. [[ἀσυμφανῶς]] [[obscurely]], Arg.4 Ar.''Ra.'', Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[invisible]] ὑπόνομος Arist.<i>Mir</i>.836<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">2</b> [[confuso]], [[no claro]] φράσις Porph.<i>in Ptol</i>.181<br /><b class="num">•</b>[[oscuro]] τρόπος ἀσυμφανέστατος Dam.<i>Pr</i>.38, [[ἀποκάλυψις]] Cyr.Al.M.71.24B, λόγος Cyr.Al.M.74.500C, de misterios del dogma cristiano, Cyr.Al.M.69.88A, 145A, de parábolas, Cyr.Al.M.72.624C, de la primera venida de Cristo, Cyr.H.<i>Catech</i>.15.1<br /><b class="num">•</b>οὐκ ἀσυμφανὲς εἶναι, γενέσθαι, etc. [[ser claro, evidente]] Cyr.Al.M.68.192B, 70.181A, 71.249B<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀσυμφανές [[la obscuridad]] Gr.Agr.<i>Eccl</i>.M.98.1048D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[oscuramente]], <i>Tz.Comm</i>.Ar.3.692.4, del hablar en parábolas, Cyr.Al.M.72.809C, Hsch., Sud.<br /><b class="num">•</b>[[simbólicamente]] εἰς οἶνον ... τὸ ὕδωρ μετέβαλε ἀ. διδάξαι βουληθείς convirtió el agua en vino porque quería enseñar simbólicamente</i> Didym.M.39.689C<br /><b class="num">•</b>[[secretamente]] Basil.M.31.632D.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, undeutlich, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, undeutlich, VLL.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυμφᾰνής:''' [[невидимый]], [[незаметный]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυμφᾰνής''': -ές, [[ἀφανής]], [[ἀόρατος]], διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος [[ἀσυμφανής]] ἐστιν [[ὑπόνομος]] Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: [[σκοτεινός]], Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀσυμφᾰνής''': -ές, [[ἀφανής]], [[ἀόρατος]], διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος [[ἀσυμφανής]] ἐστιν [[ὑπόνομος]] Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: [[σκοτεινός]], Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[invisible]] ὑπόνομος Arist.<i>Mir</i>.836<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">2</b> [[confuso]], [[no claro]] φράσις Porph.<i>in Ptol</i>.181<br /><b class="num">•</b>[[oscuro]] τρόπος ἀσυμφανέστατος Dam.<i>Pr</i>.38, [[ἀποκάλυψις]] Cyr.Al.M.71.24B, λόγος Cyr.Al.M.74.500C, de misterios del dogma cristiano, Cyr.Al.M.69.88A, 145A, de parábolas, Cyr.Al.M.72.624C, de la primera venida de Cristo, Cyr.H.<i>Catech</i>.15.1<br /><b class="num">•</b>οὐκ ἀσυμφανὲς εἶναι, γενέσθαι, etc. [[ser claro, evidente]] Cyr.Al.M.68.192B, 70.181A, 71.249B<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀσυμφανές [[la obscuridad]] Gr.Agr.<i>Eccl</i>.M.98.1048D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[oscuramente]], <i>Tz.Comm</i>.Ar.3.692.4, del hablar en parábolas, Cyr.Al.M.72.809C, Hsch., Sud.<br /><b class="num">•</b>[[simbólicamente]] εἰς οἶνον ... τὸ ὕδωρ μετέβαλε ἀ. διδάξαι βουληθείς convirtió el agua en vino porque quería enseñar simbólicamente</i> Didym.M.39.689C<br /><b class="num">•</b>[[secretamente]] Basil.M.31.632D.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσυμφανής]], -ές (AM) [[συμφαίνω]]<br />Ι. 1. ο μη [[φανερός]], αυτός που δεν φαίνεται<br /><b>2.</b> ο [[μυστικός]], αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσυμφανῶς</i><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[ασάφεια]].
|mltxt=[[ἀσυμφανής]], -ές (AM) [[συμφαίνω]]<br />Ι. 1. ο μη [[φανερός]], αυτός που δεν φαίνεται<br /><b>2.</b> ο [[μυστικός]], αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσυμφανῶς</i><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[ασάφεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσυμφᾰνής:''' невидимый, незаметный Arst.
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμφᾰνής Medium diacritics: ἀσυμφανής Low diacritics: ασυμφανής Capitals: ΑΣΥΜΦΑΝΗΣ
Transliteration A: asymphanḗs Transliteration B: asymphanēs Transliteration C: asymfanis Beta Code: a)sumfanh/s

English (LSJ)

ἀσυμφανές, dark, ὑπόνομος Arist.Mir.836b19; obscure, Porph.in Ptol.181: Sup., Dam.Pr.38. Adv. ἀσυμφανῶς obscurely, Arg.4 Ar.Ra., Suid.

Spanish (DGE)

-ές
I 1invisible ὑπόνομος Arist.Mir.836b19.
2 confuso, no claro φράσις Porph.in Ptol.181
oscuro τρόπος ἀσυμφανέστατος Dam.Pr.38, ἀποκάλυψις Cyr.Al.M.71.24B, λόγος Cyr.Al.M.74.500C, de misterios del dogma cristiano, Cyr.Al.M.69.88A, 145A, de parábolas, Cyr.Al.M.72.624C, de la primera venida de Cristo, Cyr.H.Catech.15.1
οὐκ ἀσυμφανὲς εἶναι, γενέσθαι, etc. ser claro, evidente Cyr.Al.M.68.192B, 70.181A, 71.249B
neutr. subst. τὸ ἀσυμφανές la obscuridad Gr.Agr.Eccl.M.98.1048D.
II adv. -ῶς oscuramente, Tz.Comm.Ar.3.692.4, del hablar en parábolas, Cyr.Al.M.72.809C, Hsch., Sud.
simbólicamente εἰς οἶνον ... τὸ ὕδωρ μετέβαλε ἀ. διδάξαι βουληθείς convirtió el agua en vino porque quería enseñar simbólicamente Didym.M.39.689C
secretamente Basil.M.31.632D.

German (Pape)

[Seite 380] ές, undeutlich, VLL.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμφᾰνής: невидимый, незаметный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμφᾰνής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος ἀσυμφανής ἐστιν ὑπόνομος Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: σκοτεινός, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἀσυμφανής, -ές (AM) συμφαίνω
Ι. 1. ο μη φανερός, αυτός που δεν φαίνεται
2. ο μυστικός, αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους
II. επίρρ. ἀσυμφανῶς
1. κρυφά, μυστικά
2. με ασάφεια.