Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιλείχω: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau

Menander, Monostichoi, 110
(cc2)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perileicho
|Transliteration C=perileicho
|Beta Code=perilei/xw
|Beta Code=perilei/xw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lick all round</b>, τὰ βλέφαρα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>736</span>; Σοφοκλέους… τὸ στόμα <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>581</span> ; of a parasite, <b class="b3">πολλῶν… λοπάδων τοὺς ἄμβωνας -λείξας</b> <b class="b2">having licked</b> them <b class="b2">clean</b>, <span class="bibl">Eup.52</span> ; τὸ τρύβλιον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Gall.</span>14</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">lick off</b>, τι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>605a4</span>; τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>30</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[lick all round]], τὰ βλέφαρα Ar.''Pl.''736; Σοφοκλέους… τὸ στόμα Id.''Fr.''581; of a parasite, <b class="b3">πολλῶν… λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας</b> having [[lick]]ed them [[clean]], Eup.52; τὸ τρύβλιον Luc.''Gall.''14.<br><span class="bld">II</span> [[lick off]], τι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''605a4; τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον Luc.''Icar.''30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] umlecken; τὰ βλέφαρα περιέλειχον, Ar. Plut. 736; τὸ [[στόμα]] τινός, vom Küssen, Philostr.; ablecken ringsum, [[ὅπως]] περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν [[ῥύπον]], Luc. Icarom. 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0582.png Seite 582]] umlecken; τὰ βλέφαρα περιέλειχον, Ar. Plut. 736; τὸ [[στόμα]] τινός, vom Küssen, Philostr.; ablecken ringsum, [[ὅπως]] περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν [[ῥύπον]], Luc. Icarom. 30.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περιλείχω''': [[λείχω]] ὁλόγυρα, τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 736· Σοφοκλέους.. τὸ [[στόμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231· ἐπὶ παρασίτου, πολλῶν .. λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας, «ἀφ’ οὗ ἔγλειψε καλὰ καλὰ», Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 1· τὸ [[τρύβλιον]] Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14. ΙΙ. [[λείχω]] τι [[πανταχόθεν]], λείχων ἀφαιρῶ, «τὸ δὲ ἱππομανὲς καλούμενον ἐπιφύεται μέν, [[ὥσπερ]] λέγεται, τοῖς πόλοις, αἱ δ’ ἵπποι περιλείχουσαι καὶ καθαίρουσαι ἀποτρώγουσιν αὐτὸ» Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 9· τῶν [[ὀβολῶν]] τὸν [[ῥύπον]] Λουκ. Ἰκαρομέν. 50.
|btext=<b>1</b> [[lécher tout autour]], acc.;<br /><b>2</b> [[ôter]] <i>ou</i> nettoyer en léchant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[λείχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-λείχω aflikken.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<b>1</b> lécher tout autour, acc.;<br /><b>2</b> ôter <i>ou</i> nettoyer en léchant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[λείχω]].
|elrutext='''περιλείχω:'''<br /><b class="num">1</b> [[облизывать]] (τὰ βλέφαρα Arph.; τὸ [[τρύβλιον]] Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[слизывать]] (τὸν [[ῥύπον]] τινός Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιλείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[γλείφω]] [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περιλείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[γλείφω]] [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιλείχω:'''<br /><b class="num">1)</b> облизывать (τὰ βλέφαρα Arph.; τὸ [[τρύβλιον]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> слизывать (τὸν [[ῥύπον]] τινός Luc.).
|lstext='''περιλείχω''': [[λείχω]] ὁλόγυρα, τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 736· Σοφοκλέους.. τὸ [[στόμα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231· ἐπὶ παρασίτου, πολλῶν .. λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας, «ἀφ’ οὗ ἔγλειψε καλὰ καλὰ», Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 1· τὸ [[τρύβλιον]] Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14. ΙΙ. [[λείχω]] τι [[πανταχόθεν]], λείχων ἀφαιρῶ, «τὸ δὲ ἱππομανὲς καλούμενον ἐπιφύεται μέν, [[ὥσπερ]] λέγεται, τοῖς πόλοις, αἱ δ’ ἵπποι περιλείχουσαι καὶ καθαίρουσαι ἀποτρώγουσιν αὐτὸ» Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 9· τῶν [[ὀβολῶν]] τὸν [[ῥύπον]] Λουκ. Ἰκαρομέν. 50.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-λείχω aflikken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 21:58, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλείχω Medium diacritics: περιλείχω Low diacritics: περιλείχω Capitals: ΠΕΡΙΛΕΙΧΩ
Transliteration A: perileíchō Transliteration B: perileichō Transliteration C: perileicho Beta Code: perilei/xw

English (LSJ)

A lick all round, τὰ βλέφαρα Ar.Pl.736; Σοφοκλέους… τὸ στόμα Id.Fr.581; of a parasite, πολλῶν… λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας having licked them clean, Eup.52; τὸ τρύβλιον Luc.Gall.14.
II lick off, τι Arist.HA605a4; τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον Luc.Icar.30.

German (Pape)

[Seite 582] umlecken; τὰ βλέφαρα περιέλειχον, Ar. Plut. 736; τὸ στόμα τινός, vom Küssen, Philostr.; ablecken ringsum, ὅπως περιλείχουσι τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον, Luc. Icarom. 30.

French (Bailly abrégé)

1 lécher tout autour, acc.;
2 ôter ou nettoyer en léchant, acc..
Étymologie: περί, λείχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-λείχω aflikken.

Russian (Dvoretsky)

περιλείχω:
1 облизывать (τὰ βλέφαρα Arph.; τὸ τρύβλιον Luc.);
2 слизывать (τὸν ῥύπον τινός Luc.).

Greek Monolingual

ΝΑ
γλείφω κάτι από παντού, γλείφω ολόγυρα
αρχ.
1. γλείφω καλά, γλείφω εντελώς
2. τρώω κάτι γλείφοντάς το.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λείχω «γλείφω»].

Greek Monotonic

περιλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω ολόγυρα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περιλείχω: λείχω ὁλόγυρα, τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 736· Σοφοκλέους.. τὸ στόμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231· ἐπὶ παρασίτου, πολλῶν .. λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας, «ἀφ’ οὗ ἔγλειψε καλὰ καλὰ», Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 1· τὸ τρύβλιον Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14. ΙΙ. λείχω τι πανταχόθεν, λείχων ἀφαιρῶ, «τὸ δὲ ἱππομανὲς καλούμενον ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῖς πόλοις, αἱ δ’ ἵπποι περιλείχουσαι καὶ καθαίρουσαι ἀποτρώγουσιν αὐτὸ» Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 9· τῶν ὀβολῶν τὸν ῥύπον Λουκ. Ἰκαρομέν. 50.

Middle Liddell

fut. ξω
to lick all round, Ar.

Chinese

原文音譯:¢pole⋯cw 阿坡-累何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-舐
字義溯源:餂淨,餂,舐;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(λειτουργός)X*=舔,舐)組成。(註:和合本以 (ἐπιλείχω)代替 (ἀπολείχω / ἐπιλείχω / λείχω / περιλείχω))
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 舐(1) 路16:21