приближаться: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(DvTab) Tag: Replaced |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπέρχομαι]] | |rueltext=[[ἕρπω]], [[προσέρπω]], [[καθάπτω]], [[ἐφίστημι]], [[προσπελάζω]], [[καταφέρω]], [[παραβάλλω]], [[ἐφέρπω]], [[πρόσειμι]], [[προσπορεύομαι]], [[ἐποίχομαι]], [[προσχωρέω]], [[προσοίχομαι]], [[προστρέχω]], [[ἐγγίζω]], [[προσεγγίζω]], [[συνάπτω]], [[πλησιάζω]], [[πελάθω]], [[εἰσεγγίζω]], [[συνεγγίζω]], [[πελάζω]], [[προσπίλναμαι]], [[προσπλάζω]], [[προσχρίμπτομαι]], [[ποτιχρίμπτομαι]], [[πλάθω]], [[ἐφήκω]], [[προσέρχομαι]], [[ἐπέρχομαι]], [[ἐπιστείχω]], [[παραστείχω]], [[ἐμπελάζω]], [[ῥέπω]], [[χρίμπτω]], [[προσάγω]], [[προσμίγνυμι]], [[ἔπειμι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:48, 15 October 2019
Russian > Greek
ἕρπω, προσέρπω, καθάπτω, ἐφίστημι, προσπελάζω, καταφέρω, παραβάλλω, ἐφέρπω, πρόσειμι, προσπορεύομαι, ἐποίχομαι, προσχωρέω, προσοίχομαι, προστρέχω, ἐγγίζω, προσεγγίζω, συνάπτω, πλησιάζω, πελάθω, εἰσεγγίζω, συνεγγίζω, πελάζω, προσπίλναμαι, προσπλάζω, προσχρίμπτομαι, ποτιχρίμπτομαι, πλάθω, ἐφήκω, προσέρχομαι, ἐπέρχομαι, ἐπιστείχω, παραστείχω, ἐμπελάζω, ῥέπω, χρίμπτω, προσάγω, προσμίγνυμι, ἔπειμι