вращать: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[εἰλυφάζω]] | |rueltext=[[εἰλυφάζω]], [[περιστρέφω]], [[εἰλέω]], [[εἱλέω]], [[στροφαλίζω]], [[κωνάω]], [[ἐκκυκλέω]], [[τορνεύω]], [[κυκλέω]], [[στροβέω]], [[περιδινέω]], [[ῥυμβέω]], [[τροχοδινέω]], [[δινέω]], [[ἑλίσσω]], [[εἱλίσσω]], [[ἑλίττω]], [[εἱλίττω]], [[στρωφάω]], [[στρογγύλλω]], [[περιφέρω]], [[συμπεριφέρω]], [[συνεπιστρέφω]], [[ἀναστρέφω]], [[στροβιλίζω]], [[τροχίζω]], [[κωπηλατέω]], [[ἀνελίσσω]], [[ἀνελίττω]], [[ἐξελίσσω]], [[ἐξελίττω]], [[ἐλελίζω]], [[περιάγω]], [[στρέφω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:20, 18 October 2019
Russian > Greek
εἰλυφάζω, περιστρέφω, εἰλέω, εἱλέω, στροφαλίζω, κωνάω, ἐκκυκλέω, τορνεύω, κυκλέω, στροβέω, περιδινέω, ῥυμβέω, τροχοδινέω, δινέω, ἑλίσσω, εἱλίσσω, ἑλίττω, εἱλίττω, στρωφάω, στρογγύλλω, περιφέρω, συμπεριφέρω, συνεπιστρέφω, ἀναστρέφω, στροβιλίζω, τροχίζω, κωπηλατέω, ἀνελίσσω, ἀνελίττω, ἐξελίσσω, ἐξελίττω, ἐλελίζω, περιάγω, στρέφω