ἀποσκοτίζω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aposkotizo | |Transliteration C=aposkotizo | ||
|Beta Code=a)poskoti/zw | |Beta Code=a)poskoti/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[darken]], c. gen., τῆς ἐκείνου [θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.''Marc.''13.<br><span class="bld">II</span> [[remove darkness]], σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος [[stand out of his light]], Plu.2.605e; <b class="b3">ἀποσκότησόν μου</b> is [[falsa lectio|f.l.]] in D.L.6.38. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[oscurecer]], fig. [[privar]] τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.<i>Marc</i>.13.<br /><b class="num">2</b> [[dejar de hacer sombra]] σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύσαντος Diog.32. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] den Schatten wegnehmen, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι, ein wenig aus dem Lichte gehen, Plut. de exil. 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0325.png Seite 325]] den Schatten wegnehmen, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι, ein wenig aus dem Lichte gehen, Plut. de exil. 15. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ἀπεσκότισα;<br />faire ombre à distance de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκοτίζω]]. | |btext=<i>ao.</i> ἀπεσκότισα;<br />faire ombre à distance de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκοτίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἀποσκοτίζω:''' [[посторониться]], [[чтобы не заслонять света]] Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποσκοτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[σκοτίζω]], ἀμαυρῶ, μετὰ γεν., τῆς ἐκείνου [τοῦ θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 26 (376 ἐκδ. δευτ.) Mai. II. ἀποσύρομαι ἀπὸ τῆς θέσεώς μου [[ὅπως]] ἡ [[σκιά]] μου μὴ ἐπισκοτίζῃ τινά, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος Πλούτ. 2. 605D· ἀνθ’ οὗ ἀποσκότησόν μου εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι Διογ. Λ. 6. 38, ὡς εἰ ἐκ ῥημ. ἀποσκοτέω. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποσκοτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[σκοτάδι]], [[σκοτεινιάζω]], [[θαμπώνω]]<br /><b>2.</b> μετακινούμαι από τη [[θέση]] μου για να μην πέφτει η [[σκιά]] μου [[πάνω]] σε κάποιον. | |mltxt=[[ἀποσκοτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[σκοτάδι]], [[σκοτεινιάζω]], [[θαμπώνω]]<br /><b>2.</b> μετακινούμαι από τη [[θέση]] μου για να μην πέφτει η [[σκιά]] μου [[πάνω]] σε κάποιον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
A darken, c. gen., τῆς ἐκείνου [θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.
II remove darkness, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος stand out of his light, Plu.2.605e; ἀποσκότησόν μου is f.l. in D.L.6.38.
Spanish (DGE)
1 oscurecer, fig. privar τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.
2 dejar de hacer sombra σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύσαντος Diog.32.
German (Pape)
[Seite 325] den Schatten wegnehmen, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι, ein wenig aus dem Lichte gehen, Plut. de exil. 15.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπεσκότισα;
faire ombre à distance de, gén..
Étymologie: ἀπό, σκοτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκοτίζω: посторониться, чтобы не заслонять света Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκοτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, σκοτίζω, ἀμαυρῶ, μετὰ γεν., τῆς ἐκείνου [τοῦ θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 26 (376 ἐκδ. δευτ.) Mai. II. ἀποσύρομαι ἀπὸ τῆς θέσεώς μου ὅπως ἡ σκιά μου μὴ ἐπισκοτίζῃ τινά, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος Πλούτ. 2. 605D· ἀνθ’ οὗ ἀποσκότησόν μου εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι Διογ. Λ. 6. 38, ὡς εἰ ἐκ ῥημ. ἀποσκοτέω.
Greek Monolingual
ἀποσκοτίζω (Α)
1. προκαλώ σκοτάδι, σκοτεινιάζω, θαμπώνω
2. μετακινούμαι από τη θέση μου για να μην πέφτει η σκιά μου πάνω σε κάποιον.