πολυτροπία: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polytropia
|Transliteration C=polytropia
|Beta Code=polutropi/a
|Beta Code=polutropi/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[versatility]], [[craft]], <span class="bibl">Hdt.2.121</span>.<b class="b3">έ</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[multifariousness]], [[variety]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>3</span> (pl.), D.H.<span class="title">Amm.</span>2.3, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>25</span>, <span class="bibl">M.Ant.12.24</span>.</span>
|Definition=Ion. [[πολυτροπίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[versatility]], [[craft]], [[Herodotus|Hdt.]]2.121.έ.<br><span class="bld">II</span> [[multifariousness]], [[variety]], Hp.''Acut.''3 (pl.), D.H.''Amm.''2.3, Corn.''ND''25, M.Ant.12.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0675.png Seite 675]] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολυτροπία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[εὐστροφία]], [[πανουργία]], [[δολιότης]], Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, [[ποικιλία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[souplesse]], [[habileté]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύτροπος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυτροπία -ας, , Ion. πολυτροπίη [πολύτροπος] gewiekstheid. Hdt. 2.121ε.3. gevarieerdheid:. τὰς πολυτροπίας τάς... ἐν ἑκάστῃ τῶν νούσων de verschillende fasen in elke ziekte Hp. Acut. 3.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας (ἡ) :<br />souplesse, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[πολύτροπος]].
|elrutext='''πολυτροπία:''' ион. πολυτροπίη ἡ [[изворотливость]], [[ловкость]], [[хитрость]] Her.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α [[πολύτροπος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πολύτροπου, [[πανουργία]], [[δολιότητα]]<br /><b>2.</b> [[πολλαπλότητα]], [[ποικιλία]] («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς [[καινότης]] τε καὶ [[πολυτροπία]]», Διον. Αλ.).
|mltxt=και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α [[πολύτροπος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πολύτροπου, [[πανουργία]], [[δολιότητα]]<br /><b>2.</b> [[πολλαπλότητα]], [[ποικιλία]] («ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς [[καινότης]] τε καὶ [[πολυτροπία]]», Διον. Αλ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυτροπία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ευστροφία]], [[πανουργία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πολυτροπία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ευστροφία]], [[πανουργία]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυτροπία:''' ион. πολυτροπίη изворотливость, ловкость, хитрость Her.
|lstext='''πολυτροπία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[εὐστροφία]], [[πανουργία]], [[δολιότης]], Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, [[ποικιλία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυτροπία -ας, , Ion. πολυτροπίη [πολύτροπος] gewiekstheid. Hdt. 2.121ε.3. gevarieerdheid:. τὰς πολυτροπίας τάς... ἐν ἑκάστῃ τῶν νούσων de verschillende fasen in elke ziekte Hp. Acut. 3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολυτροπία]], ἡ,<br />[[versatility]], [[craft]], Hdt. [from [[πολύτροπος]]
|mdlsjtxt=[[πολυτροπία]], ἡ,<br />[[versatility]], [[craft]], Hdt. [from [[πολύτροπος]]
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτροπία Medium diacritics: πολυτροπία Low diacritics: πολυτροπία Capitals: ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: polytropía Transliteration B: polytropia Transliteration C: polytropia Beta Code: polutropi/a

English (LSJ)

Ion. πολυτροπίη, ἡ,
A versatility, craft, Hdt.2.121.έ.
II multifariousness, variety, Hp.Acut.3 (pl.), D.H.Amm.2.3, Corn.ND25, M.Ant.12.24.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souplesse, habileté.
Étymologie: πολύτροπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυτροπία -ας, ἡ, Ion. πολυτροπίη [πολύτροπος] gewiekstheid. Hdt. 2.121ε.3. gevarieerdheid:. τὰς πολυτροπίας τάς... ἐν ἑκάστῃ τῶν νούσων de verschillende fasen in elke ziekte Hp. Acut. 3.

Russian (Dvoretsky)

πολυτροπία: ион. πολυτροπίη ἡ изворотливость, ловкость, хитрость Her.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α πολύτροπος
1. η ιδιότητα του πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα
2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.).

Greek Monotonic

πολυτροπία: Ιων. -ίη, ἡ, ευστροφία, πανουργία, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτροπία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐστροφία, πανουργία, δολιότης, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, ποικιλία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.

Middle Liddell

πολυτροπία, ἡ,
versatility, craft, Hdt. [from πολύτροπος