ταξεώτης: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=takseotis
|Transliteration C=takseotis
|Beta Code=tacew/ths
|Beta Code=tacew/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">officer of a magistrate, sergeant, commissary</b>, etc., [[member of the militia palatina]], Cod.Just.1.3.53, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>31.13</span> (vi A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>8.939</span> (vi A.D.); written ταξιώτης, <span class="title">An.Ox.</span>2.307, <span class="title">Gloss.</span>: hence Adj. τᾰνυ-ωτικός, ή, όν, ῥαβδοῦχος <span class="title">Cod.Just.</span>1.3.53, <span class="bibl">Eust.104.24</span>.</span>
|Definition=ταξεώτου, ὁ, [[officer of a magistrate]], [[sergeant]], [[commissary]], etc., [[member of the militia palatina]], Cod.Just.1.3.53, PMasp.31.13 (vi A.D.), PSI8.939 (vi A.D.); written [[ταξιώτης]], An.Ox.2.307, ''Glossaria'': hence Adj. [[ταξιωτικός]], [[ταξεωτικός]], ή, όν, [[ῥαβδοῦχος]] Cod.Just.1.3.53, Eust.104.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΜΑ, και [[ταξιώτης]] Α<br />[[μέλος]] αυτοκρατορικής φρουράς, [[ιδίως]] [[ακόλουθος]] ή [[αξιωματικός]] ηγεμόνα ή [[βοηθός]] δικαστή ή στρατηλάτη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπαξιωματικός]] ή [[αξιωματικός]]<br /><b>2.</b> [[τακτικός]] [[στρατιώτης]] ή [[στρατιώτης]] που βρίσκεται σε [[εκστρατεία]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει σε μοναστικό [[τάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάξις]], -<i>εως</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατι</i>-<i>ώτης</i>) απ' όπου το λατ. <i>taxe</i><i>ō</i><i>ta</i>, -<i>ae</i>].
|mltxt=ο, ΜΑ, και [[ταξιώτης]] Α<br />[[μέλος]] αυτοκρατορικής φρουράς, [[ιδίως]] [[ακόλουθος]] ή [[αξιωματικός]] ηγεμόνα ή [[βοηθός]] δικαστή ή στρατηλάτη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπαξιωματικός]] ή [[αξιωματικός]]<br /><b>2.</b> [[τακτικός]] [[στρατιώτης]] ή [[στρατιώτης]] που βρίσκεται σε [[εκστρατεία]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει σε μοναστικό [[τάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάξις]], -<i>εως</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> ([[πρβλ]]. [[στρατιώτης]]) απ' όπου το λατ. <i>taxe</i><i>ō</i><i>ta</i>, -<i>ae</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξεώτης Medium diacritics: ταξεώτης Low diacritics: ταξεώτης Capitals: ΤΑΞΕΩΤΗΣ
Transliteration A: taxeṓtēs Transliteration B: taxeōtēs Transliteration C: takseotis Beta Code: tacew/ths

English (LSJ)

ταξεώτου, ὁ, officer of a magistrate, sergeant, commissary, etc., member of the militia palatina, Cod.Just.1.3.53, PMasp.31.13 (vi A.D.), PSI8.939 (vi A.D.); written ταξιώτης, An.Ox.2.307, Glossaria: hence Adj. ταξιωτικός, ταξεωτικός, ή, όν, ῥαβδοῦχος Cod.Just.1.3.53, Eust.104.24.

German (Pape)

[Seite 1068] ὁ, ein Diener der Obrigkeit, Gerichtsdiener, Scherge, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταξεώτης: -ου, ὁ, ἀκόλουθος ἢ βοηθὸς ἄρχοντος ἢ δικαστοῦ ἢ στρατηλάτου, Παλλαδ. Λαυσ. 1164, Νεῖλος 921, κλπ, Κῶδ. Ἰουστινιαν. 1. 3, 53, 12 8, 19, κλπ. · ἐπίθετ. ταξεωτικός, ή, όν, Εὐστ., πρβλ. ταξιώτης.

Greek Monolingual

ο, ΜΑ, και ταξιώτης Α
μέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτη
μσν.
1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός
2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία
3. αυτός που ανήκει σε μοναστικό τάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις, -εως + κατάλ. -ώτης (πρβλ. στρατιώτης) απ' όπου το λατ. taxeōta, -ae].