διακύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diakypto
|Transliteration C=diakypto
|Beta Code=diaku/ptw
|Beta Code=diaku/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[stoop and creep through]] a narrow place, <span class="bibl">Hdt.3.145</span>, <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ec.</span>930</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[stoop so as to peep in]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Pax</span>78</span>; διὰ τῆς κεραμίδος <span class="bibl">Diph.84</span>, cf. <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>463</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[look out]], διὰ τῆς θυρίδος <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span> 9.30</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PMagd.</span>24.4</span> (iii B.C.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Asin.</span>45</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[stoop and creep through]] a narrow place, [[Herodotus|Hdt.]]3.145, Ar. ''Ec.''930.<br><span class="bld">2</span> [[stoop so as to peep in]], Id.''Pax''78; διὰ τῆς κεραμίδος Diph.84, cf. Men.''Epit.''463.<br><span class="bld">3</span> [[look out]], διὰ τῆς θυρίδος [[LXX]] ''4 Ki.'' 9.30, cf. ''PMagd.''24.4 (iii B.C.), Luc.''Asin.''45.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[asomarse]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς γοργύρης Hdt.3.145, διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος Diph.85, διὰ τῆς θυρίδος [[LXX]] <i>Id</i>.5.28, Luc.<i>Asin</i>.45, cf. [[LXX]] 4<i>Re</i>.9.31, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.22, Hld.7.15.2, c. dat. τῇ θυρίδι Ph.1.355, c. otros giros prep. πρὸς ταῖς θύραις Men.<i>Epit</i>.536, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων [[LXX]] <i>Ps</i>.13.2, ἀπ' αἰθέρος Ph.2.299, c. adv. διακύψας [[εἴσω]] Luc.<i>Asin</i>.47<br /><b class="num"></b>abs. [[asomar la cabeza]] τί διακύπτεις Ar.<i>Ec</i>.930, διακύψας ὄψομαι Ar.<i>Pax</i> 78, cf. [[LXX]] <i>Ez</i>.41.16, Ph.1.383, Hld.7.15.3, τῆς [[γοῦν]] προρρηθείσης ἡμέρας ὅσον διακυψάσης μόνον cuando el dia anunciado apenas acababa de asomarse</i> Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.35.39.<br /><b class="num">2</b> de textos [[escudriñar]] φιλεπιστημόνως δ. εἰς ἕκαστον Ph.2.300, τὸ φιλομαθὲς ζητητικὸν ... πανταχόσε διακῦπτον Ph.1.470.<br /><b class="num">3</b> [[mirar]], [[fijarse]] (ἡ φιλανθρωπία) δ. πρὸς τοὺς πένητας παρασκευάζει τὸν πλοῦτον (la bondad) mueve al rico a ocuparse de los pobres</i> Thdt.<i>Ep.Sirm</i>.34.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0585.png Seite 585]] sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0585.png Seite 585]] sich durch eine Öffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''διακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] καὶ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) [[κύπτω]] [[ὥστε]] να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. [[πρός]] τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.
|btext=<b>1</b> [[se pencher à travers une ouverture pour regarder]];<br /><b>2</b> [[se pencher comme pour regarder à travers]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κύπτω]].
}}
}}
{{bailly
{{elnl
|btext=<b>1</b> se pencher à travers une ouverture pour regarder;<br /><b>2</b> se pencher comme pour regarder à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κύπτω]].
|elnltext=δια-κύπτω vooroverbuigen (om te kijken):. σὺ δὲ τί διακύπτεις; wat sta je daar te gluren? Aristoph. Eccl. 930.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[asomarse]] c. [[διά]] y gen. διὰ τῆς γοργύρης Hdt.3.145, διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος Diph.85, διὰ τῆς θυρίδος LXX <i>Id</i>.5.28, Luc.<i>Asin</i>.45, cf. LXX 4<i>Re</i>.9.31, Clem.Al.<i>Paed</i>.1.5.22, Hld.7.15.2, c. dat. τῇ θυρίδι Ph.1.355, c. otros giros prep. πρὸς ταῖς θύραις Men.<i>Epit</i>.536, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων LXX <i>Ps</i>.13.2, ἀπ' αἰθέρος Ph.2.299, c. adv. διακύψας [[εἴσω]] Luc.<i>Asin</i>.47<br /><b class="num"></b>abs. [[asomar la cabeza]] τί διακύπτεις Ar.<i>Ec</i>.930, διακύψας ὄψομαι Ar.<i>Pax</i> 78, cf. LXX <i>Ez</i>.41.16, Ph.1.383, Hld.7.15.3, τῆς [[γοῦν]] προρρηθείσης ἡμέρας ὅσον διακυψάσης μόνον cuando el dia anunciado apenas acababa de asomarse</i> Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.35.39.<br /><b class="num">2</b> de textos [[escudriñar]] φιλεπιστημόνως δ. εἰς ἕκαστον Ph.2.300, τὸ φιλομαθὲς ζητητικὸν ... πανταχόσε διακῦπτον Ph.1.470.<br /><b class="num">3</b> [[mirar]], [[fijarse]] (ἡ φιλανθρωπία) δ. πρὸς τοὺς πένητας παρασκευάζει τὸν πλοῦτον (la bondad) mueve al rico a ocuparse de los pobres</i> Thdt.<i>Ep.Sirm</i>.34.
|elrutext='''διακύπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[высовываться в окно]] Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[выглядывать наружу]] (διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - [[varia lectio|v.l.]] διακεκοφότες): διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. выглянув в окошко тюрьмы.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διακύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκύβω]] και σέρνομαι μέσα από ένα στενό [[μέρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκύβω]] για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''διακύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκύβω]] και σέρνομαι μέσα από ένα στενό [[μέρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκύβω]] για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διακύπτω:'''<br /><b class="num">1)</b> высовываться в окно Arph.;<br /><b class="num">2)</b> выглядывать наружу (διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες): διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. выглянув в окошко тюрьмы.
|lstext='''διακύπτω''': μέλλ. -ψω, [[κύπτω]] καὶ [[διέρχομαι]] διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) [[κύπτω]] [[ὥστε]] να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. [[πρός]] τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κύπτω vooroverbuigen (om te kijken):. σὺ δὲ τί διακύπτεις; wat sta je daar te gluren? Aristoph. Eccl. 930.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[stoop]] and [[creep]] [[through]] a [[narrow]] [[place]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[stoop]] so as to [[peep]] in, Ar., Xen.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[stoop]] and [[creep]] [[through]] a [[narrow]] [[place]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[stoop]] so as to [[peep]] in, Ar., Xen.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακύπτω Medium diacritics: διακύπτω Low diacritics: διακύπτω Capitals: ΔΙΑΚΥΠΤΩ
Transliteration A: diakýptō Transliteration B: diakyptō Transliteration C: diakypto Beta Code: diaku/ptw

English (LSJ)

A stoop and creep through a narrow place, Hdt.3.145, Ar. Ec.930.
2 stoop so as to peep in, Id.Pax78; διὰ τῆς κεραμίδος Diph.84, cf. Men.Epit.463.
3 look out, διὰ τῆς θυρίδος LXX 4 Ki. 9.30, cf. PMagd.24.4 (iii B.C.), Luc.Asin.45.

Spanish (DGE)

1 asomarse c. διά y gen. διὰ τῆς γοργύρης Hdt.3.145, διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος Diph.85, διὰ τῆς θυρίδος LXX Id.5.28, Luc.Asin.45, cf. LXX 4Re.9.31, Clem.Al.Paed.1.5.22, Hld.7.15.2, c. dat. τῇ θυρίδι Ph.1.355, c. otros giros prep. πρὸς ταῖς θύραις Men.Epit.536, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων LXX Ps.13.2, ἀπ' αἰθέρος Ph.2.299, c. adv. διακύψας εἴσω Luc.Asin.47
abs. asomar la cabeza τί διακύπτεις Ar.Ec.930, διακύψας ὄψομαι Ar.Pax 78, cf. LXX Ez.41.16, Ph.1.383, Hld.7.15.3, τῆς γοῦν προρρηθείσης ἡμέρας ὅσον διακυψάσης μόνον cuando el dia anunciado apenas acababa de asomarse Anon.Mirac.Thecl.35.39.
2 de textos escudriñar φιλεπιστημόνως δ. εἰς ἕκαστον Ph.2.300, τὸ φιλομαθὲς ζητητικὸν ... πανταχόσε διακῦπτον Ph.1.470.
3 mirar, fijarse (ἡ φιλανθρωπία) δ. πρὸς τοὺς πένητας παρασκευάζει τὸν πλοῦτον (la bondad) mueve al rico a ocuparse de los pobres Thdt.Ep.Sirm.34.

German (Pape)

[Seite 585] sich durch eine Öffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.

French (Bailly abrégé)

1 se pencher à travers une ouverture pour regarder;
2 se pencher comme pour regarder à travers.
Étymologie: διά, κύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κύπτω vooroverbuigen (om te kijken):. σὺ δὲ τί διακύπτεις; wat sta je daar te gluren? Aristoph. Eccl. 930.

Russian (Dvoretsky)

διακύπτω:
1 высовываться в окно Arph.;
2 выглядывать наружу (διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v.l. διακεκοφότες): διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. выглянув в окошко тюрьмы.

Greek Monolingual

διακύπτω (Α) κύπτω
1. περνώ σκύβοντας
2. σκύβω για να δω.

Greek Monotonic

διακύπτω: μέλ. -ψω,
1. σκύβω και σέρνομαι μέσα από ένα στενό μέρος, σε Ηρόδ.
2. σκύβω για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διακύπτω: μέλλ. -ψω, κύπτω καὶ διέρχομαι διὰ μέσου στενοῦ τόπου, Ἡρόδ. 3.145, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 930. 2) κύπτω ὥστε να ἴδω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 78· διὰ τῆς κεραμίδος Δίφιλ. Χρυσ. 1· δ. πρός τι, διεισδύομαι εἴς τι διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐρευνῶ, Ξεν. Κύρ. 3.3, 66.

Middle Liddell

fut. ψω
1. to stoop and creep through a narrow place, Hdt.
2. to stoop so as to peep in, Ar., Xen.