συμβόλαιος: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symvolaios
|Transliteration C=symvolaios
|Beta Code=sumbo/laios
|Beta Code=sumbo/laios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[concerning contracts]], αἱ ξ. δίκαι <span class="bibl">Th.1.77</span> (Hsch. has both <b class="b3">ξυμβολιμαίας δίκας</b> and <b class="b3">συμβολαίας δίκας</b>); otherwise expld. as <b class="b3">δίκαι αἱ ἀπὸ συμβόλων</b>, cf. σύμβολον <span class="bibl">11</span>.</span>
|Definition=α, ον, of or [[concerning contracts]], αἱ ξ. δίκαι Th.1.77 ([[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] has both <b class="b3">ξυμβολιμαίας δίκας</b> and <b class="b3">συμβολαίας δίκας</b>); otherwise expld. as <b class="b3">δίκαι αἱ ἀπὸ συμβόλων</b>, cf. [[σύμβολον]] ''ΙΙ''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0979.png Seite 979]] zum Contracte gehörig, darauf Bezug habend, ξυμβόλαιαι δίκαι, Thuc. 1, 77.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0979.png Seite 979]] zum Contracte gehörig, darauf Bezug habend, ξυμβόλαιαι δίκαι, Thuc. 1, 77.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συμβόλαιος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμβόλαιον]], αἱ ξ. δίκαι, παρὰ Θουκ. 1. 77, [[εἶναι]] = τῷ αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι (δηλ. δίκαι πρὸς ἐπιβολὴν τῶν ἐκ τῶν συμβολαίων ὑποχρεώσεων) καὶ οὐχὶ τῷ αἱ ἀπὸ τῶν συμβόλων δίκαι, δηλ. δίκαι γινόμεναι [[συμφώνως]] πρὸς τὰς συνθήκας (ἴδε [[σύμβολον]] ΙΙ) κατὰ τὸν Grote H. of. Gr. 6, σ. 57 σημ. Goodwin ἐν Amer J. of Philology, ἀρ. 1· ἀλλ’ ἴδε κατ’ αὐτῶν Jowett εἰς Θουκ. 2, σ. Ixxxv. ― Ἀλλ’ ὁ Κόβητος ἀνελλήνιστον θεωρεῖ τὸν τύπον [[συμβόλαιος]] ἀντὶ τοῦ [[συμβολιμαῖος]], ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.
|btext=α, ον :<br />[[relatif à un contrat]].<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμβόλαιος -α -ον, Att. ook ξυμβόλαιος [συμβόλαιον] [[betrekking hebbend op contracten]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=α, ον :<br />relatif à un contrat.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
|elrutext='''συμβόλαιος:''' [[связанный с договорами]] ([[δίκη]] Thuc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμβόλαιος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαια ή σε συμβάσεις, σε Θουκ.
|lsmtext='''συμβόλαιος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαια ή σε συμβάσεις, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβόλαιος:''' связанный с договорами ([[δίκη]] Thuc.).
|lstext='''συμβόλαιος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[συμβόλαιον]], αἱ ξ. δίκαι, παρὰ Θουκ. 1. 77, [[εἶναι]] = τῷ αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι (δηλ. δίκαι πρὸς ἐπιβολὴν τῶν ἐκ τῶν συμβολαίων ὑποχρεώσεων) καὶ οὐχὶ τῷ αἱ ἀπὸ τῶν συμβόλων δίκαι, δηλ. δίκαι γινόμεναι [[συμφώνως]] πρὸς τὰς συνθήκας (ἴδε [[σύμβολον]] ΙΙ) κατὰ τὸν Grote H. of. Gr. 6, σ. 57 σημ. Goodwin ἐν Amer J. of Philology, ἀρ. 1· ἀλλ’ ἴδε κατ’ αὐτῶν Jowett εἰς Θουκ. 2, σ. Ixxxv. ― Ἀλλ’ ὁ Κόβητος ἀνελλήνιστον θεωρεῖ τὸν τύπον [[συμβόλαιος]] ἀντὶ τοῦ [[συμβολιμαῖος]], ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.
}}
{{elnl
|elnltext=συμβόλαιος -α -ον, Att. ook ξυμβόλαιος [συμβόλαιον] betrekking hebbend op contracten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμβόλαιος]], η, ον [from [[συμβόλαιον]]<br />of or [[concerning]] contracts, Thuc.
|mdlsjtxt=[[συμβόλαιος]], η, ον [from [[συμβόλαιον]]<br />of or [[concerning]] contracts, Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβόλαιος Medium diacritics: συμβόλαιος Low diacritics: συμβόλαιος Capitals: ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΣ
Transliteration A: symbólaios Transliteration B: symbolaios Transliteration C: symvolaios Beta Code: sumbo/laios

English (LSJ)

α, ον, of or concerning contracts, αἱ ξ. δίκαι Th.1.77 (Hsch. has both ξυμβολιμαίας δίκας and συμβολαίας δίκας); otherwise expld. as δίκαι αἱ ἀπὸ συμβόλων, cf. σύμβολον ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 979] zum Contracte gehörig, darauf Bezug habend, ξυμβόλαιαι δίκαι, Thuc. 1, 77.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
relatif à un contrat.
Étymologie: συμβολή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβόλαιος -α -ον, Att. ook ξυμβόλαιος [συμβόλαιον] betrekking hebbend op contracten.

Russian (Dvoretsky)

συμβόλαιος: связанный с договорами (δίκη Thuc.).

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε γραπτή συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολος, -ον + κατάλ. -αιος (πρβλ. προβόλ-αιος: πρόβολος)].

Greek Monotonic

συμβόλαιος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαια ή σε συμβάσεις, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμβόλαιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβόλαιον, αἱ ξ. δίκαι, παρὰ Θουκ. 1. 77, εἶναι = τῷ αἱ τῶν συμβολαίων δίκαι (δηλ. δίκαι πρὸς ἐπιβολὴν τῶν ἐκ τῶν συμβολαίων ὑποχρεώσεων) καὶ οὐχὶ τῷ αἱ ἀπὸ τῶν συμβόλων δίκαι, δηλ. δίκαι γινόμεναι συμφώνως πρὸς τὰς συνθήκας (ἴδε σύμβολον ΙΙ) κατὰ τὸν Grote H. of. Gr. 6, σ. 57 σημ. Goodwin ἐν Amer J. of Philology, ἀρ. 1· ἀλλ’ ἴδε κατ’ αὐτῶν Jowett εἰς Θουκ. 2, σ. Ixxxv. ― Ἀλλ’ ὁ Κόβητος ἀνελλήνιστον θεωρεῖ τὸν τύπον συμβόλαιος ἀντὶ τοῦ συμβολιμαῖος, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 485.

Middle Liddell

συμβόλαιος, η, ον [from συμβόλαιον
of or concerning contracts, Thuc.