ἀμπελουργικός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ampelourgikos
|Transliteration C=ampelourgikos
|Beta Code=a)mpelourgiko/s
|Beta Code=a)mpelourgiko/s
|Definition=Dor. ἀμπελουργ-ωργικός, ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for culture of vines]], [<b class="b3">γᾶ</b>] <span class="title">Tab.Heracl.</span>2.43; <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), <b class="b2">vine-dressing</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>333d</span>, <span class="bibl">Ph.1.329</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.7.141</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ἀμπελωργικός]], ή, όν, of or for [[culture]] of [[vine]]s, ([[γᾶ]]) ''Tab.Heracl.''2.43; ἡ [[ἀμπελουργική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), [[vine-dressing]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 333d, Ph.1.329. Adv. [[ἀμπελουργικῶς]] Poll.7.141.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. -ωργικός <i>TEracl</i>.2.43<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que es para cultivar vides]] (γᾶ) <i>TEracl</i>.l.c., [[δρέπανον]] ἀ. navaja podadera</i>, <i>PCair.Zen</i>.782 a 52 (III a.C.), <i>BGU</i> 1539.3 (II a.C.), ἀ. ἔργον trabajo en las viñas</i>, <i>POxy</i>.1692.26 (II a.C.), ἐργασία <i>SB</i> 7369.11 (VI a.C.), <i>PLond</i>.1003.10 (VI d.C.) en <i>BL</i> 1.296<br /><b class="num"></b>subst. ὁ ἀ. [[viticultor]] Poll.7.141.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἀμπελουργική [[cultivo de la vid]], [[viticultura]] Pl.<i>R</i>.333d, Ph.1.329, 350, Origenes <i>Cels</i>.4.76<br /><b class="num">•</b>τὰ ἀ. [[trabajo en la viña]] τῶν ἀμπελουργικ[ῶ] ν μισ[θω] τὰς γενέσθαι que arrienden los trabajos de las viñas</i>, <i>POxy</i>.1590.9 (VI a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀμπελουργικῶς]] = [[como en el cultivo de la vid]] Poll.7.141.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμπελουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς [[Πολυδ]]. 7. 141.
|lstext='''ἀμπελουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. 7. 141.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. -ωργικός <i>TEracl</i>.2.43<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que es para cultivar vides]] (γᾶ) <i>TEracl</i>.l.c., [[δρέπανον]] ἀ. navaja podadera</i>, <i>PCair.Zen</i>.782 a 52 (III a.C.), <i>BGU</i> 1539.3 (II a.C.), ἀ. ἔργον trabajo en las viñas</i>, <i>POxy</i>.1692.26 (II a.C.), ἐργασία <i>SB</i> 7369.11 (VI a.C.), <i>PLond</i>.1003.10 (VI d.C.) en <i>BL</i> 1.296<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[viticultor]] Poll.7.141.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἀμπελουργική [[cultivo de la vid]], [[viticultura]] Pl.<i>R</i>.333d, Ph.1.329, 350, Origenes <i>Cels</i>.4.76<br /><b class="num">•</b>τὰ ἀ. [[trabajo en la viña]] τῶν ἀμπελουργικ[ῶ] ν μισ[θω] τὰς γενέσθαι que arrienden los trabajos de las viñas</i>, <i>POxy</i>.1590.9 (VI a.C.).<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[como en el cultivo de la vid]] Poll.7.141.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμπελουργικός]], -ή, -ὸν) [[ἀμπελουργός]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμπελουργία]] ή ο [[κατάλληλος]] γι’ αυτήν<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η <i>αμπελουργική</i><br />η [[τέχνη]] της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η [[αμπελουργία]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμπελουργικός]], -ή, -ὸν) [[ἀμπελουργός]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με την [[αμπελουργία]] ή ο [[κατάλληλος]] γι’ αυτήν<br /><b>2.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η <i>αμπελουργική</i><br />η [[τέχνη]] της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η [[αμπελουργία]].
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελουργικός Medium diacritics: ἀμπελουργικός Low diacritics: αμπελουργικός Capitals: ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: ampelourgikós Transliteration B: ampelourgikos Transliteration C: ampelourgikos Beta Code: a)mpelourgiko/s

English (LSJ)

Dor. ἀμπελωργικός, ή, όν, of or for culture of vines, (γᾶ) Tab.Heracl.2.43; ἡ ἀμπελουργική (sc. τέχνη), vine-dressing, Pl.R. 333d, Ph.1.329. Adv. ἀμπελουργικῶς Poll.7.141.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): dór. -ωργικός TEracl.2.43
I 1que es para cultivar vides (γᾶ) TEracl.l.c., δρέπανον ἀ. navaja podadera, PCair.Zen.782 a 52 (III a.C.), BGU 1539.3 (II a.C.), ἀ. ἔργον trabajo en las viñas, POxy.1692.26 (II a.C.), ἐργασία SB 7369.11 (VI a.C.), PLond.1003.10 (VI d.C.) en BL 1.296
subst. ὁ ἀ. viticultor Poll.7.141.
2 subst. ἡ ἀμπελουργική cultivo de la vid, viticultura Pl.R.333d, Ph.1.329, 350, Origenes Cels.4.76
τὰ ἀ. trabajo en la viña τῶν ἀμπελουργικ[ῶ] ν μισ[θω] τὰς γενέσθαι que arrienden los trabajos de las viñas, POxy.1590.9 (VI a.C.).
II adv. ἀμπελουργικῶς = como en el cultivo de la vid Poll.7.141.

German (Pape)

[Seite 129] zum Winzer gehörig, ἡ ἀμπ., Kunst des Weinbaues, Plat. Rep. I, 393 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. 7. 141.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμπελουργικός, -ή, -ὸν) ἀμπελουργός
1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική
η τέχνη της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η αμπελουργία.