ἐπίμετρον: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epimetron | |Transliteration C=epimetron | ||
|Beta Code=e)pi/metron | |Beta Code=e)pi/metron | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[something added to make good measure excess]], Theoc.12.26, ''PTeb.''91.11 (ii B.C.); <b class="b3">ἐ. ποιεῖν</b> make [[an increase]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.13.7, Plu.2.676b; <b class="b3">πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους</b> [[ἐ]]. ib.503d; <b class="b3">λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται</b> [[into the bargain]], Plb.6.46.6; ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν S.E.''P.''2.47, cf. Gal.8.493. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] τό, Zugabe, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0962.png Seite 962]] τό, [[Zugabe]], [[Übermaaß]]; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />[[surplus]], [[surcroît]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[μέτρον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίμετρον:''' τό [[добавление]], [[прибавление]] Plut.: ἐν ἐπιμέτρῳ Polyb. в дополнение, в придачу; ἐξ ἐπιμέτρου Sext. вдобавок, лишний раз. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίμετρον''': τό, κἄτι τι προστιθέμενον [[ὅπως]] πληρώσῃ [[καλῶς]] τὸ [[μέτρον]]. [[ὑπερβολή]], [[προσθήκη]], ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ [[ἐπίμετρον]] ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ [[ἐπίμετρον]] ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ. | |lstext='''ἐπίμετρον''': τό, κἄτι τι προστιθέμενον [[ὅπως]] πληρώσῃ [[καλῶς]] τὸ [[μέτρον]]. [[ὑπερβολή]], [[προσθήκη]], ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ [[ἐπίμετρον]] ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ [[ἐπίμετρον]] ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίμετρον:''' τό, [[προσθήκη]], [[υπερβολή]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἐπίμετρον:''' τό, [[προσθήκη]], [[υπερβολή]], σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπί-μετρον, ου, τό,<br />[[over]]-[[measure]], [[excess]], Theocr. | |mdlsjtxt=ἐπί-μετρον, ου, τό,<br />[[over]]-[[measure]], [[excess]], Theocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, something added to make good measure excess, Theoc.12.26, PTeb.91.11 (ii B.C.); ἐ. ποιεῖν make an increase, Thphr. CP 4.13.7, Plu.2.676b; πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους ἐ. ib.503d; λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται into the bargain, Plb.6.46.6; ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν S.E.P.2.47, cf. Gal.8.493.
German (Pape)
[Seite 962] τό, Zugabe, Übermaaß; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
surplus, surcroît.
Étymologie: ἐπί, μέτρον.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίμετρον: τό добавление, прибавление Plut.: ἐν ἐπιμέτρῳ Polyb. в дополнение, в придачу; ἐξ ἐπιμέτρου Sext. вдобавок, лишний раз.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμετρον: τό, κἄτι τι προστιθέμενον ὅπως πληρώσῃ καλῶς τὸ μέτρον. ὑπερβολή, προσθήκη, ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ ἐπίμετρον ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ ἐπίμετρον ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.
Greek Monotonic
ἐπίμετρον: τό, προσθήκη, υπερβολή, σε Θεόκρ.