ὀττεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=otteyomai
|Transliteration C=otteyomai
|Beta Code=o)tteu/omai
|Beta Code=o)tteu/omai
|Definition=Att. for <b class="b3">ὀσσεύομαι</b> (which does not occur), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[divine from an ominous voice]] or [[sound]] (ὄσσα) <b class="b3">, ὀττευομένη δὲ κάθηται</b> she sits <b class="b2">looking for omens</b>, of a lover, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>597</span>; <b class="b3">ταῖς τούτων κληδόσι</b> by the cries of children, Plu.2.356e; πρὸς [κόρακος] βοήν <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>1.48</span>: generally, <b class="b2">have forebodings of</b> a thing, τὸ μέλλον <span class="bibl">Plb.27.16.5</span>; τι περὶ τῶν ὅλων <span class="bibl">Id.1.11.15</span>: c. (acc. et) inf., [[augur that]]... <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>33</span>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">Lex.</span>19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">regard as ominous</b>, <b class="b3">τὴν τύχην, τὸ ἔργον</b>, <span class="bibl">D.H.9.23</span>, <span class="bibl">55</span>: hence, <b class="b2">deprecate as ill-omened</b>, πάντα τῦφον <span class="bibl">Id.2.19</span>.—The Act. <b class="b3">ὀττεύουσιν</b> prob. f.l. in <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>3.9</span> (<b class="b3">ὀπυίουσιν</b> cj. Pierson <span class="title">Moer.</span>p.279 P.): <b class="b3">κλῃδονίζομαι</b> was the equiv. Hellenic form, acc. to Moer. l. c.</span>
|Definition=Att. for [[ὀσσεύομαι]] (which does not occur),<br><span class="bld">A</span> [[divine from an ominous voice]] or [[sound]] ([[ὄσσα]]) <b class="b3">, ὀττευομένη δὲ κάθηται</b> she sits [[looking for omens]], of a lover, Ar.''Lys.''597; <b class="b3">ταῖς τούτων κληδόσι</b> by the cries of children, Plu.2.356e; πρὸς [κόρακος] βοήν Ael.''NA''1.48: generally, [[have forebodings of]] a thing, τὸ μέλλον Plb.27.16.5; τι περὶ τῶν ὅλων Id.1.11.15: c. (acc. et) inf., [[augur that]]... Porph.''Antr.''33, Luc. ''Lex.''19.<br><span class="bld">II</span> [[regard as ominous]], <b class="b3">τὴν τύχην, τὸ ἔργον</b>, D.H.9.23, 55: hence, [[deprecate as ill-omened]], πάντα τῦφον Id.2.19.—The Act. [[ὀττεύουσιν]] prob. [[falsa lectio|f.l.]] in Ael.''NA''3.9 ([[ὀπυίουσιν]] cj. Pierson ''Moer.''p.279 P.): [[κλῃδονίζομαι]] was the equiv. Hellenic form, acc. to Moer. l. c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] att. = [[ὀσσεύομαι]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] att. = [[ὀσσεύομαι]], w. m. s.
}}
{{ls
|lstext='''ὀττεύομαι''': Ἀττ. ἀντὶ ὀσσεύομαι ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), [[μαντεύομαι]] ἐκ προφητικῆς φωνῆς ἢ ἤχου ([[ὄσσα]]), ὀττευομένη δὲ κάθηται, κάθηται παρατηροῦσα οἰωνοὺς καὶ σημεῖα, ἐπὶ ἐρώσης γυναικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 597· ὀττ. ταῖς τούτων κληδόσι, ταῖς τούτων κραυγαῖς, Πλούτ. 2. 356Ε· ὀττ. πρὸς [ὀρνίθων] βοὴν Αἰλ. π. Ζ. 1. 48· - [[καθόλου]], ἔχω προαισθήματα [[περί]] τινος πράγματος, προμαντεύω, τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι Πολύβ. 27. 14, 5· περὶ τῶν ὅλων ὁ αὐτ. 1. 11, 5· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., προμαντεύω ὅτι, [[προλέγω]], Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 33, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. ΙΙ. θεωρῶ τι ὡς προσημαῖνόν τι, τὴν τύχην, τὸ [[ἔργον]] Διον. Ἁλ. 1. 23, 55· - [[ἐντεῦθεν]], καταφρονῶ ὡς δυσοίωνον, βδελύττομαι, Λατ. abonimari, πάντα τῦφον ὁ αὐτ. 2. 19. - Τὸ ἐνεργ. ὀττεύουσιν ἐν Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - κληδονίζομαι ἦτο [[ἰσοδύναμος]] Ἑλληνικὸς [[τύπος]] κατὰ τὸν Μοῖριν. 279. - Καθ’ Ἡσύχ.: -ὄττεσθαι· κληδονίζεσθαι».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. p.</i> [[ὀσσεύομαι]].
|btext=<i>att. p.</i> [[ὀσσεύομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀττεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μαντεύω]] από κάποιο προφητικό ήχο ή [[φωνή]] («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προαισθάνομαι]], [[προμαντεύω]] [[κάτι]] («τὸ [[μέλλον]] ὀττευσάμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[προαισθάνομαι]] ότι, [[προβλέπω]] ότι, [[προλέγω]] ότι<br /><b>4.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως δυσοίωνο<br /><b>5.</b> αποστρέφομαι με [[βδελυγμία]] [[κάτι]], [[επειδή]] [[είναι]] δυσοίωνο («[[πάντα]] ὀττεύεται τῡφον, ᾦ μὴ πρόσεστι τὸ εὐπρεπές», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄσσα]] / [[ὄττα]] «[[φήμη]], [[προφητεία]]», πιθ. [[κατά]] το [[μαντεύομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀττεύομαι:''' атт. = [[ὀσσεύομαι]].
|elrutext='''ὀττεύομαι:''' атт. = [[ὀσσεύομαι]].
}}
{{ls
|lstext='''ὀττεύομαι''': Ἀττ. ἀντὶ ὀσσεύομαι ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), [[μαντεύομαι]] ἐκ προφητικῆς φωνῆς ἢ ἤχου ([[ὄσσα]]), ὀττευομένη δὲ κάθηται, κάθηται παρατηροῦσα οἰωνοὺς καὶ σημεῖα, ἐπὶ ἐρώσης γυναικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 597· ὀττ. ταῖς τούτων κληδόσι, ταῖς τούτων κραυγαῖς, Πλούτ. 2. 356Ε· ὀττ. πρὸς [ὀρνίθων] βοὴν Αἰλ. π. Ζ. 1. 48· - [[καθόλου]], ἔχω προαισθήματα [[περί]] τινος πράγματος, προμαντεύω, τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι Πολύβ. 27. 14, 5· περὶ τῶν ὅλων ὁ αὐτ. 1. 11, 5· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., προμαντεύω ὅτι, [[προλέγω]], Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 33, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. ΙΙ. θεωρῶ τι ὡς προσημαῖνόν τι, τὴν τύχην, τὸ [[ἔργον]] Διον. Ἁλ. 1. 23, 55· - [[ἐντεῦθεν]], καταφρονῶ ὡς δυσοίωνον, βδελύττομαι, Λατ. abonimari, πάντα τῦφον ὁ αὐτ. 2. 19. - Τὸ ἐνεργ. ὀττεύουσιν ἐν Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - κληδονίζομαι ἦτο [[ἰσοδύναμος]] Ἑλληνικὸς [[τύπος]] κατὰ τὸν Μοῖριν. 279. - Καθ’ Ἡσύχ.: -ὄττεσθαι· κληδονίζεσθαι».
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀττεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μαντεύω]] από κάποιο προφητικό ήχο ή [[φωνή]] («ὀττεύεσθαι ταῖς τούτων κληδόσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προαισθάνομαι]], [[προμαντεύω]] [[κάτι]] («τὸ [[μέλλον]] ὀττευσάμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[προαισθάνομαι]] ότι, [[προβλέπω]] ότι, [[προλέγω]] ότι<br /><b>4.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως δυσοίωνο<br /><b>5.</b> αποστρέφομαι με [[βδελυγμία]] [[κάτι]], [[επειδή]] [[είναι]] δυσοίωνο («[[πάντα]] ὀττεύεται τῡφον, ᾦ μὴ πρόσεστι τὸ εὐπρεπές», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄσσα]] / [[ὄττα]] «[[φήμη]], [[προφητεία]]», πιθ. [[κατά]] το [[μαντεύομαι]].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 10:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀττεύομαι Medium diacritics: ὀττεύομαι Low diacritics: οττεύομαι Capitals: ΟΤΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: otteúomai Transliteration B: otteuomai Transliteration C: otteyomai Beta Code: o)tteu/omai

English (LSJ)

Att. for ὀσσεύομαι (which does not occur),
A divine from an ominous voice or sound (ὄσσα) , ὀττευομένη δὲ κάθηται she sits looking for omens, of a lover, Ar.Lys.597; ταῖς τούτων κληδόσι by the cries of children, Plu.2.356e; πρὸς [κόρακος] βοήν Ael.NA1.48: generally, have forebodings of a thing, τὸ μέλλον Plb.27.16.5; τι περὶ τῶν ὅλων Id.1.11.15: c. (acc. et) inf., augur that... Porph.Antr.33, Luc. Lex.19.
II regard as ominous, τὴν τύχην, τὸ ἔργον, D.H.9.23, 55: hence, deprecate as ill-omened, πάντα τῦφον Id.2.19.—The Act. ὀττεύουσιν prob. f.l. in Ael.NA3.9 (ὀπυίουσιν cj. Pierson Moer.p.279 P.): κλῃδονίζομαι was the equiv. Hellenic form, acc. to Moer. l. c.

German (Pape)

[Seite 405] att. = ὀσσεύομαι, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

att. p. ὀσσεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀττεύομαι: атт. = ὀσσεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀττεύομαι: Ἀττ. ἀντὶ ὀσσεύομαι (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), μαντεύομαι ἐκ προφητικῆς φωνῆς ἢ ἤχου (ὄσσα), ὀττευομένη δὲ κάθηται, κάθηται παρατηροῦσα οἰωνοὺς καὶ σημεῖα, ἐπὶ ἐρώσης γυναικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 597· ὀττ. ταῖς τούτων κληδόσι, ταῖς τούτων κραυγαῖς, Πλούτ. 2. 356Ε· ὀττ. πρὸς [ὀρνίθων] βοὴν Αἰλ. π. Ζ. 1. 48· - καθόλου, ἔχω προαισθήματα περί τινος πράγματος, προμαντεύω, τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι Πολύβ. 27. 14, 5· περὶ τῶν ὅλων ὁ αὐτ. 1. 11, 5· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., προμαντεύω ὅτι, προλέγω, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 33, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. ΙΙ. θεωρῶ τι ὡς προσημαῖνόν τι, τὴν τύχην, τὸ ἔργον Διον. Ἁλ. 1. 23, 55· - ἐντεῦθεν, καταφρονῶ ὡς δυσοίωνον, βδελύττομαι, Λατ. abonimari, πάντα τῦφον ὁ αὐτ. 2. 19. - Τὸ ἐνεργ. ὀττεύουσιν ἐν Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - κληδονίζομαι ἦτο ἰσοδύναμος Ἑλληνικὸς τύπος κατὰ τὸν Μοῖριν. 279. - Καθ’ Ἡσύχ.: -ὄττεσθαι· κληδονίζεσθαι».

Greek Monolingual

ὀττεύομαι (Α)
1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῖς τούτων κληδόσι», Πλούτ.)
2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.)
3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι
4. θεωρώ κάτι ως δυσοίωνο
5. αποστρέφομαι με βδελυγμία κάτι, επειδή είναι δυσοίωνο («πάντα ὀττεύεται τῡφον, ᾦ μὴ πρόσεστι τὸ εὐπρεπές», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσσα / ὄττα «φήμη, προφητεία», πιθ. κατά το μαντεύομαι.

Frisk Etymological English

See also: s. ὄσσα.

Frisk Etymology German

ὀττεύομαι: {otteúomai}
See also: s. ὄσσα.
Page 2,441