ἀπορητικός: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aporitikos
|Transliteration C=aporitikos
|Beta Code=a)porhtiko/s
|Beta Code=a)porhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[aporetic]], [[inclined to doubt]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Aem.</span>14</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.221</span>, al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί <span class="bibl">D.L.9.69</span>, cf. Gell.11.5.6. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.30</span>, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span> p.562S.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[dubitative]], ἐπίρρημα Gal.7.661; <b class="b3">ὕμνοι</b> Men.Rh.p.343S.</span>
|Definition=ἀπορητική, ἀπορητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[aporetic]], [[inclined to doubt]], Id.''Aem.''14, S.E.''P.''1.221, al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί D.L.9.69, cf. Gell.11.5.6. Adv. [[ἀπορητικῶς]] S.E.''M.''7.30, Procl. ''in Prm.'' p.562S.<br><span class="bld">2</span> [[dubitative]], ἐπίρρημα Gal.7.661; [[ὕμνοι]] Men.Rh.p.343S.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[inclinado a la duda]] de los filósofos escépticos por op. los dogmáticos, Aenesidamus Cnossius en Phot.<i>Bibl</i>.169<sup>b</sup>40, Plu.<i>Aem</i>.14, S.E.<i>P</i>.1.221, D.L.9.69, Gal.2.127, Gell.11.5.6.<br /><b class="num">2</b> [[dubitativo]], [[de duda]] ἐπίρρημα Gal.7.661, ὕμνοι Men.Rh.343.<br /><b class="num">3</b> adv. -ῶς [[en tono de duda]] ὅσα μὲν ἀ. εἴωθε λέγεσθαι παρὰ τοῖς σκεπτικοῖς S.E.<i>M</i>.8.1<br /><b class="num"></b>[[escépticamente]] φιλοσοφεῖν S.E.<i>M</i>.7.30, κατορθοῦν Procl.<i>in Prm</i>.729.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] zum Zweifeln geneigt, καὶ σκεπτικοί D. L.; Plut. Aemil. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] zum Zweifeln geneigt, καὶ σκεπτικοί D. L.; Plut. Aemil. 14.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ἀπορητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ [[συχν]]. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., [[σκεπτικός]], τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν [[εἶναι]], οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ [[οἷον]] δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ.
|btext=ή, όν :<br />[[porté à douter]], [[sceptique]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορέω]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />porté à douter, sceptique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορέω]].
|elrutext='''ἀπορητικός:''' [[сомневающийся]], [[колеблющийся]] Plut., Diog. L.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[inclinado a la duda]] de los filósofos escépticos por op. los dogmáticos, Aenesidamus Cnossius en Phot.<i>Bibl</i>.169<sup>b</sup>40, Plu.<i>Aem</i>.14, S.E.<i>P</i>.1.221, D.L.9.69, Gal.2.127, Gell.11.5.6.<br /><b class="num">2</b> [[dubitativo]], [[de duda]] ἐπίρρημα Gal.7.661, ὕμνοι Men.Rh.343.<br /><b class="num">3</b> adv. -ῶς [[en tono de duda]] ὅσα μὲν ἀ. εἴωθε λέγεσθαι παρὰ τοῖς σκεπτικοῖς S.E.<i>M</i>.8.1<br /><b class="num">•</b>[[escépticamente]] φιλοσοφεῖν S.E.<i>M</i>.7.30, κατορθοῦν Procl.<i>in Prm</i>.729.24.
|lstext='''ἀπορητικός''': -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ συχν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., [[σκεπτικός]], τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν [[εἶναι]], οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ [[οἷον]] δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπορητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀπορητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπορητικός:''' сомневающийся, колеблющийся Plut., Diog. L.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀπορέω]]<br />inclined to [[doubt]], Plat.
|mdlsjtxt=[from [[ἀπορέω]]<br />inclined to [[doubt]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορητικός Medium diacritics: ἀπορητικός Low diacritics: απορητικός Capitals: ΑΠΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aporētikós Transliteration B: aporētikos Transliteration C: aporitikos Beta Code: a)porhtiko/s

English (LSJ)

ἀπορητική, ἀπορητικόν,
A aporetic, inclined to doubt, Id.Aem.14, S.E.P.1.221, al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί D.L.9.69, cf. Gell.11.5.6. Adv. ἀπορητικῶς S.E.M.7.30, Procl. in Prm. p.562S.
2 dubitative, ἐπίρρημα Gal.7.661; ὕμνοι Men.Rh.p.343S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 inclinado a la duda de los filósofos escépticos por op. los dogmáticos, Aenesidamus Cnossius en Phot.Bibl.169b40, Plu.Aem.14, S.E.P.1.221, D.L.9.69, Gal.2.127, Gell.11.5.6.
2 dubitativo, de duda ἐπίρρημα Gal.7.661, ὕμνοι Men.Rh.343.
3 adv. -ῶς en tono de duda ὅσα μὲν ἀ. εἴωθε λέγεσθαι παρὰ τοῖς σκεπτικοῖς S.E.M.8.1
escépticamente φιλοσοφεῖν S.E.M.7.30, κατορθοῦν Procl.in Prm.729.24.

German (Pape)

[Seite 321] zum Zweifeln geneigt, καὶ σκεπτικοί D. L.; Plut. Aemil. 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à douter, sceptique.
Étymologie: ἀπορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορητικός: сомневающийся, колеблющийся Plut., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ συχν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., σκεπτικός, τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν εἶναι, οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ οἷον δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ.

Greek Monolingual

ἀπορητικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κλίση προς την απορία, την αμφιβολία
2. Ἀπορητικοί ή Ἀπορηματικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος.

Greek Monotonic

ἀπορητικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την τάση να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from ἀπορέω
inclined to doubt, Plat.