Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοτεχνέω: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakotechneo
|Transliteration C=kakotechneo
|Beta Code=kakotexne/w
|Beta Code=kakotexne/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[use base arts]], [[deal fraudulently]], ἔς τινα <span class="bibl">Hdt.6.74</span>, <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>1.9</span> (iv B. C.); περὶ τὰς δίκας <span class="bibl">D.46.25</span>: abs., <span class="bibl">Antipho 1.22</span>, <span class="bibl">D. 29.11</span>, <span class="bibl">35.56</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Rhet., [[use false artifices]] of style, <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span> 28</span>, <span class="bibl">250</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> trans., [[misuse]], τινὰ περὶ τὸ σῶμα <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>4.6.4</span>; [[mislead]], τοὺς νέους <span class="bibl">Aristaenet.2.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[falsify]], οὐ κακοτεχνησῶ οὐδὲν τῶν… γεγραμμένων <span class="title">GDI</span>5039.19 (Hierapytna); [[counterfeit]], [[imitate]], [<b class="b3">αἱματίτης</b>] κεκακοτεχνημένος Dsc.5.126.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[use base arts]], [[deal fraudulently]], ἔς τινα [[Herodotus|Hdt.]]6.74, ''PEleph.''1.9 (iv B. C.); περὶ τὰς δίκας D.46.25: abs., Antipho 1.22, D. 29.11, 35.56.<br><span class="bld">2</span> Rhet., [[use false artifices]] of style, Demetr.''Eloc.'' 28, 250.<br><span class="bld">II</span> trans., [[misuse]], τινὰ περὶ τὸ σῶμα Arr.''Epict.''4.6.4; [[mislead]], τοὺς νέους Aristaenet.2.18.<br><span class="bld">2</span> [[falsify]], οὐ κακοτεχνησῶ οὐδὲν τῶν… γεγραμμένων ''GDI''5039.19 (Hierapytna); [[counterfeit]], [[imitate]], [[αἱματίτης]] κεκακοτεχνημένος Dsc.5.126.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] schlechte Künste anwenden, boshaft u. arglistig handeln; ἔς τινα, Her. 6, 74; Antiph. 1, 22; Dem. 29, 11 u. öfter, bes. durch Aufstellung falscher Zeugen; Sp., τοὺς νέους, verschlechtern, verderben, Aristaen. 2, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1304.png Seite 1304]] schlechte Künste anwenden, boshaft u. arglistig handeln; ἔς τινα, Her. 6, 74; Antiph. 1, 22; Dem. 29, 11 u. öfter, bes. durch Aufstellung falscher Zeugen; Sp., τοὺς νέους, verschlechtern, verderben, Aristaen. 2, 18.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κακοτεχνέω''': μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ [[πανουργέω]], Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, [[κιβδηλεύω]], οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν [[τῇδε]] τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων [[οὔτε]] λόγῳ [[οὔτε]] ἔργῳ Κρητικὸς [[ὅρκος]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. [[κακουργέω]] ΙΙ.
|btext=[[κακοτεχνῶ]] :<br /><i>impf.</i> ἐκακοτέχνουν;<br />user de ruse <i>ou</i> d'intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[κακότεχνος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐκακοτέχνουν;<br />user de ruse <i>ou</i> d’intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[κακότεχνος]].
|elrutext='''κᾰκοτεχνέω:''' [[пускать в ход хитрости]], [[строить козни]] (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοτεχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακότεχνος]]), [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα τεχνάσματα, [[ενεργώ]] [[κακά]] ή δόλια, φέρομαι με [[δολιότητα]], [[συμπεριφέρομαι]] με [[πανουργία]], σε Ηρόδ., Δημ.
|lsmtext='''κᾰκοτεχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κακότεχνος]]), [[μεταχειρίζομαι]] άσχημα τεχνάσματα, [[ενεργώ]] [[κακά]] ή δόλια, φέρομαι με [[δολιότητα]], [[συμπεριφέρομαι]] με [[πανουργία]], σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοτεχνέω:''' пускать в ход хитрости, строить козни (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.).
|lstext='''κακοτεχνέω''': μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ [[πανουργέω]], Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, [[κιβδηλεύω]], οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν [[τῇδε]] τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων [[οὔτε]] λόγῳ [[οὔτε]] ἔργῳ Κρητικὸς [[ὅρκος]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. [[κακουργέω]] ΙΙ.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω [[κακότεχνος]]<br />to use [[base]] arts, act [[basely]] or [[meanly]], [[deal]] [[fraudulently]], Hdt., Dem.
|mdlsjtxt=κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω [[κακότεχνος]]<br />to use [[base]] arts, act [[basely]] or [[meanly]], [[deal]] [[fraudulently]], Hdt., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 18:37, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτεχνέω Medium diacritics: κακοτεχνέω Low diacritics: κακοτεχνέω Capitals: ΚΑΚΟΤΕΧΝΕΩ
Transliteration A: kakotechnéō Transliteration B: kakotechneō Transliteration C: kakotechneo Beta Code: kakotexne/w

English (LSJ)

A use base arts, deal fraudulently, ἔς τινα Hdt.6.74, PEleph.1.9 (iv B. C.); περὶ τὰς δίκας D.46.25: abs., Antipho 1.22, D. 29.11, 35.56.
2 Rhet., use false artifices of style, Demetr.Eloc. 28, 250.
II trans., misuse, τινὰ περὶ τὸ σῶμα Arr.Epict.4.6.4; mislead, τοὺς νέους Aristaenet.2.18.
2 falsify, οὐ κακοτεχνησῶ οὐδὲν τῶν… γεγραμμένων GDI5039.19 (Hierapytna); counterfeit, imitate, αἱματίτης κεκακοτεχνημένος Dsc.5.126.

German (Pape)

[Seite 1304] schlechte Künste anwenden, boshaft u. arglistig handeln; ἔς τινα, Her. 6, 74; Antiph. 1, 22; Dem. 29, 11 u. öfter, bes. durch Aufstellung falscher Zeugen; Sp., τοὺς νέους, verschlechtern, verderben, Aristaen. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

κακοτεχνῶ :
impf. ἐκακοτέχνουν;
user de ruse ou d'intrigue.
Étymologie: κακότεχνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοτεχνέω [κακότεχνος] intrigeren:. κακοτεχνάσαντα ἐς Δημάρατον (toen bekend werd) dat hij geïntrigeerd had tegen Demaratus Hdt. 6.74.1; τι κακοτεχνεῖν een intrige opzetten Men. Dysc. 310.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτεχνέω: пускать в ход хитрости, строить козни (ἔς τινα Her.; περί τι Dem.).

Greek Monotonic

κᾰκοτεχνέω: μέλ. -ήσω (κακότεχνος), μεταχειρίζομαι άσχημα τεχνάσματα, ενεργώ κακά ή δόλια, φέρομαι με δολιότητα, συμπεριφέρομαι με πανουργία, σε Ηρόδ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτεχνέω: μεταχειρίζομαι κακὰς τέχνας, ἐνεργῶ κακῶς ἢ δολίως, φέρομαι πανούργως καὶ ἀπατηλῶς, ὡς τὸ πανουργέω, Λατ. malitiose agere, κακοτεχνήσαντα ἐς Δημάρατον Ἡρόδ. 6. 74· περὶ τὰς διαθήκας Δημ. 1136. 24· ― ἀπολ., Ἀντιφῶν 113. 41, Δημ. 848. 5., 942. 26. 2) κακοτέχνως ἔχω, ἐπὶ ὕφους, Δημ. Φαληρ. § 28· ἁρμονίαι περὶ τὰς καμπὰς φθόγγων κακοτεχνοῦσαι, κακοτέχνως ἔχουσαι, Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. μεταβ., ἐξαπατῶ, παραπλανῶ διὰ δολίων τεχνασμάτων, τοὺς νέους Ἀρισταίν. 2. 18. 2) παραποιῶ, κιβδηλεύω, οὐ κακοτεχνήσω οὐδὲν τῶν ἐν τῇδε τῇ ἰσοπολιτείᾳ γεγραμμένων οὔτε λόγῳ οὔτε ἔργῳ Κρητικὸς ὅρκος ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. 19· καὶ ἐν τῷ Παθ., Διοσκ. 5. 143· πρβλ. κακουργέω ΙΙ.

Middle Liddell

κᾰκοτεχνέω, fut. -ήσω κακότεχνος
to use base arts, act basely or meanly, deal fraudulently, Hdt., Dem.