ὑδατοτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydatotrefis
|Transliteration C=ydatotrefis
|Beta Code=u(datotrefh/s
|Beta Code=u(datotrefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bred in water]], [[growing in]] or [[by the water]], αἴγειροι <span class="bibl">Od.17.208</span>.</span>
|Definition=ὑδατοτρεφές, [[bred in water]], [[growing in]] or [[by the water]], αἴγειροι Od.17.208.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend, αἴγειροι, Od. 17, 208.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1172.png Seite 1172]] ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend, αἴγειροι, Od. 17, 208.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui croît au bord de l'eau]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[τρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδᾰτοτρεφής''': -ές, ὡς τὸ ὑδᾰτοθρέμμων, ὁ ὑπὸ ὕδατος τρεφόμενος ἢ αὐξόμενος, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν [[ἄλσος]] Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 577.
|lstext='''ὑδᾰτοτρεφής''': -ές, ὡς τὸ ὑδᾰτοθρέμμων, ὁ ὑπὸ ὕδατος τρεφόμενος ἢ αὐξόμενος, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν [[ἄλσος]] Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 577.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui croît au bord de l’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που τρέφεται με [[νερό]] ή αυξάνεται από το [[νερό]] ή [[μέσα]] στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ανεμο</i>-<i>τρεφής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που τρέφεται με [[νερό]] ή αυξάνεται από το [[νερό]] ή [[μέσα]] στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[ανεμοτρεφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε [[νερό]], [[υδρόβιος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε [[νερό]], [[υδρόβιος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰτοτρεφής:''' (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]<br />growing in or by the [[water]], Od.
|mdlsjtxt=ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]<br />growing in or by the [[water]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτοτρεφής Medium diacritics: ὑδατοτρεφής Low diacritics: υδατοτρεφής Capitals: ΥΔΑΤΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: hydatotrephḗs Transliteration B: hydatotrephēs Transliteration C: ydatotrefis Beta Code: u(datotrefh/s

English (LSJ)

ὑδατοτρεφές, bred in water, growing in or by the water, αἴγειροι Od.17.208.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, vom, im Wasser genährt, im, am Wasser wachsend, αἴγειροι, Od. 17, 208.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui croît au bord de l'eau.
Étymologie: ὕδωρ, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰτοτρεφής: (ῠ) растущий у воды (αἴγειροι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτοτρεφής: -ές, ὡς τὸ ὑδᾰτοθρέμμων, ὁ ὑπὸ ὕδατος τρεφόμενος ἢ αὐξόμενος, ἀμφὶ δ’ ἄρ’ αἰγείρων ὑδατοτρεφέων ἦν ἄλσος Ὀδ. Ρ. 208· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 577.

English (Autenrieth)

ές: water-fed, growing by the water, Od. 17.208†.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμοτρεφής].

Greek Monotonic

ὑδᾰτοτρεφής: -ές (τρέφομαι), αυτός που μεγαλώνει μέσα ή κοντά σε νερό, υδρόβιος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὑδᾰτο-τρεφής, ές [τρέφομαι]
growing in or by the water, Od.