τὸ κομπῶδες: Difference between revisions
ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on
(CSV import) |
m (Text replacement - "τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες" to "τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{WoodhousePhrasesReversed | {{WoodhousePhrasesReversed | ||
|woodpr=[[boasting]] | |woodpr=[[boasting]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[boasting]]=== | |||
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: [[opschepperij]]; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: [[Angeben]], [[Angabe]], [[Großprahlerei]], [[Prahlen]], [[Prahlerei]]; Greek: [[αμετροέπεια]], [[καυχησιά]], [[καυχησιολογία]], [[καύχος]], [[κομπασμός]], [[λεονταρισμοί]], [[μεγάλα λόγια]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαληγορία]], [[μεγαλορρημοσύνη]], [[μεγαλοστομία]], [[μεγαλοστομίες]], [[ξιπασιά]], [[στόμφος]], [[υπερβολές]], [[φανφαρονισμός]]; Ancient Greek: [[ἀλαζονεία]], [[ἀλαζονία]], [[αὔχη]], [[αὔχημα]], [[αὔχησις]], [[εὖγμα]], [[εὐχωλή]], [[καύχησις]], [[καῦχος]], [[κομπαγωγία]], [[κομπασμός]], [[κόμπασμα]], [[κομπεία]], [[κομπία]], [[ψολοκομπία]], [[κουφολογία]], [[λάπισμα]], [[μεγαλαυχία]], [[μεγαλορρημονία]], [[ὄγκος]], [[περιαυτολογία]], [[περπερεία]], [[πλατυσμός]], [[σεμνολογία]], [[τὸ ἀλαζονικόν]], [[τὸ γαῦρον]], [[τὸ κομπῶδες]], [[τὸ μεγάλαυχον]], [[ὑπερηφανία]], [[ὑψηλολογία]]; Irish: mórtas; Latin: [[iactantia]]; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: [[jactancia]], [[fanfarronería]]; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:17, 23 January 2024
Greek > English (Woodhouse)
Translations
boasting
Azerbaijani: lovğalıq; Dutch: opschepperij; Finnish: rehenteleväisyys, öykkärimäisyys, pöyhkeys; German: Angeben, Angabe, Großprahlerei, Prahlen, Prahlerei; Greek: αμετροέπεια, καυχησιά, καυχησιολογία, καύχος, κομπασμός, λεονταρισμοί, μεγάλα λόγια, μεγαλαυχία, μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη, μεγαλοστομία, μεγαλοστομίες, ξιπασιά, στόμφος, υπερβολές, φανφαρονισμός; Ancient Greek: ἀλαζονεία, ἀλαζονία, αὔχη, αὔχημα, αὔχησις, εὖγμα, εὐχωλή, καύχησις, καῦχος, κομπαγωγία, κομπασμός, κόμπασμα, κομπεία, κομπία, ψολοκομπία, κουφολογία, λάπισμα, μεγαλαυχία, μεγαλορρημονία, ὄγκος, περιαυτολογία, περπερεία, πλατυσμός, σεμνολογία, τὸ ἀλαζονικόν, τὸ γαῦρον, τὸ κομπῶδες, τὸ μεγάλαυχον, ὑπερηφανία, ὑψηλολογία; Irish: mórtas; Latin: iactantia; Malayalam: ദുരഭിമാനം; Spanish: jactancia, fanfarronería; Swedish: skrytsamhet, skryt, skrävel