ἔμπολις: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(CSV import) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empolis | |Transliteration C=empolis | ||
|Beta Code=e)/mpolis | |Beta Code=e)/mpolis | ||
|Definition=εως, ὁ, ἡ, | |Definition=-εως, ὁ, ἡ, [[belonging to the city]] or [[state]], = [[ἀστός]], Eup.137; <b class="b3">ὁ ἔ. τινι</b> one's [[fellow-citizen]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1156, prob. for [[ἔμπαλιν]] in ib. 637. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ὁ, ἡ<br />[[habitante de una ciudad]], [[ciudadano]] Eup.492, S.<i>OC</i> 637 (ap. crít.), cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[habitante de la misma ciudad]], [[conciudadano]] ἄνδρα, σοὶ ... ἔμπολιν οὐκ ὄντα S.<i>OC</i> 1156. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] εως, in der Stadt eingebürgert, Soph. O. C. 1158; nach Poll. 9, 27 = [[ἀστός]] bei Eupol. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0816.png Seite 816]] εως, in der Stadt eingebürgert, Soph. O. C. 1158; nach Poll. 9, 27 = [[ἀστός]] bei Eupol. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />[[habitant]], [[habitante d'une cité]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πόλις]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμπολις:''' εως ὁ [[согражданин]] (τινι Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ πόλει ἢ τῇ πολιτείᾳ: ὁ ἔμπολίς τινι, ὁ [[συμπολίτης]] τινός, Σοφ. Ο. Κ. 1156˙ οὕτω καὶ ὁ Musgr. ἐν Ο. Κ. 637, ἀντὶ τοῦ [[ἔμπαλιν]] τῶν χειρογρ., [[ὅπερ]] βεβαίως [[εἶναι]] [[πλημμελής]] γραφή˙ τὴν διόρθωσιν τοῦ Musgr. παρεδέξαντο οἱ ἄριστοι τῶν κριτικῶν, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb· ὁ Meineke προέτεινεν: [[ἔμπα]] νιν. | |lstext='''ἔμπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ πόλει ἢ τῇ πολιτείᾳ: ὁ ἔμπολίς τινι, ὁ [[συμπολίτης]] τινός, Σοφ. Ο. Κ. 1156˙ οὕτω καὶ ὁ Musgr. ἐν Ο. Κ. 637, ἀντὶ τοῦ [[ἔμπαλιν]] τῶν χειρογρ., [[ὅπερ]] βεβαίως [[εἶναι]] [[πλημμελής]] γραφή˙ τὴν διόρθωσιν τοῦ Musgr. παρεδέξαντο οἱ ἄριστοι τῶν κριτικῶν, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb· ὁ Meineke προέτεινεν: [[ἔμπα]] νιν. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμπολις:''' -εως, ὁ, ἡ (ἐν), αυτός που βρίσκεται στην πόλη· <i>ὁ ἐμπ. τινι</i>, ο [[συμπολίτης]] κάποιου, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἔμπολις:''' -εως, ὁ, ἡ (ἐν), αυτός που βρίσκεται στην πόλη· <i>ὁ ἐμπ. τινι</i>, ο [[συμπολίτης]] κάποιου, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 06:49, 30 October 2024
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, belonging to the city or state, = ἀστός, Eup.137; ὁ ἔ. τινι one's fellow-citizen, S.OC1156, prob. for ἔμπαλιν in ib. 637.
Spanish (DGE)
-εως, ὁ, ἡ
habitante de una ciudad, ciudadano Eup.492, S.OC 637 (ap. crít.), cf. Hsch.
•c. dat. habitante de la misma ciudad, conciudadano ἄνδρα, σοὶ ... ἔμπολιν οὐκ ὄντα S.OC 1156.
German (Pape)
[Seite 816] εως, in der Stadt eingebürgert, Soph. O. C. 1158; nach Poll. 9, 27 = ἀστός bei Eupol.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
habitant, habitante d'une cité.
Étymologie: ἐν, πόλις.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπολις: εως ὁ согражданин (τινι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ πόλει ἢ τῇ πολιτείᾳ: ὁ ἔμπολίς τινι, ὁ συμπολίτης τινός, Σοφ. Ο. Κ. 1156˙ οὕτω καὶ ὁ Musgr. ἐν Ο. Κ. 637, ἀντὶ τοῦ ἔμπαλιν τῶν χειρογρ., ὅπερ βεβαίως εἶναι πλημμελής γραφή˙ τὴν διόρθωσιν τοῦ Musgr. παρεδέξαντο οἱ ἄριστοι τῶν κριτικῶν, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb· ὁ Meineke προέτεινεν: ἔμπα νιν.
Greek Monolingual
ἔμπολις, ο, η (Α)
1. αυτός που ανήκει στην πόλη, στην πολιτεία, ο αστός
2. συμπολίτης («σοὶ μὲν ἔμπολιν οὐκ ὄντα», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἔμπολις: -εως, ὁ, ἡ (ἐν), αυτός που βρίσκεται στην πόλη· ὁ ἐμπ. τινι, ο συμπολίτης κάποιου, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἔμ-πολις, εως n [ἐν]
in the city or state: ὁ ἔμπ. τινι one's fellow-citizen, Soph.