σιδήρωσις: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidirosis | |Transliteration C=sidirosis | ||
|Beta Code=sidh/rwsis | |Beta Code=sidh/rwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[iron-work]], IG22.1672.205, Bito 49.7: in concrete sense, = [[σιδηρώματα]], ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1208.14 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐδήρωσις''': -εως, ἡ, [[ἐργασία]] σιδήρου, σιδηροῦν [[κατασκεύασμα]], τὸ σιδηρώνειν, Βίτωνος Μηχαν. 107. | |lstext='''σῐδήρωσις''': -εως, ἡ, [[ἐργασία]] σιδήρου, σιδηροῦν [[κατασκεύασμα]], τὸ σιδηρώνειν, Βίτωνος Μηχαν. 107. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σιδήρωσις]], -ώσεως, ΝΜΑ [[σιδηρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με πόρτες ή παράθυρα) [[τοποθέτηση]] και [[συναρμογή]] σιδερένιων εξαρτημάτων και, γενικά, η [[κάλυψη]] της επιφάνειας κατασκευής ή αντικειμένου με σίδηρο<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[εναπόθεση]] σιδήρου στο εσωτερικό τών κυττάρων ή [[διείσδυση]] στους ιστούς σιδηρούχων ενώσεων καθολική, ενδογενούς προελεύσεως, ή τοπική, εξωγενούς προελεύσεως<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σιδήρωση]] τών πνευμόνων»<br /><b>ιατρ.</b> [[καλοήθης]] [[πνευμονοκονίαση]] οφειλόμενη σε συνεχή ή συχνή [[εισπνοή]] σκόνης που περιέχει σωματίδια σιδήρου<br /><b>μσν.</b><br />[[φυλάκιση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(γενικά) [[κατασκευή]] στην οποία χρησιμοποιείται [[σίδηρος]], σιδηρά [[κατασκευή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ειδικά) σιδερένιο [[σκεύος]] ή [[εργαλείο]], [[σιδήρωμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 15 October 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, iron-work, IG22.1672.205, Bito 49.7: in concrete sense, = σιδηρώματα, POxy.1208.14 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σῐδήρωσις: -εως, ἡ, ἐργασία σιδήρου, σιδηροῦν κατασκεύασμα, τὸ σιδηρώνειν, Βίτωνος Μηχαν. 107.
Greek Monolingual
η / σιδήρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ σιδηρῶ
νεοελλ.
1. (σχετικά με πόρτες ή παράθυρα) τοποθέτηση και συναρμογή σιδερένιων εξαρτημάτων και, γενικά, η κάλυψη της επιφάνειας κατασκευής ή αντικειμένου με σίδηρο
2. ιατρ. εναπόθεση σιδήρου στο εσωτερικό τών κυττάρων ή διείσδυση στους ιστούς σιδηρούχων ενώσεων καθολική, ενδογενούς προελεύσεως, ή τοπική, εξωγενούς προελεύσεως
3. φρ. «σιδήρωση τών πνευμόνων»
ιατρ. καλοήθης πνευμονοκονίαση οφειλόμενη σε συνεχή ή συχνή εισπνοή σκόνης που περιέχει σωματίδια σιδήρου
μσν.
φυλάκιση
μσν.-αρχ.
(γενικά) κατασκευή στην οποία χρησιμοποιείται σίδηρος, σιδηρά κατασκευή
αρχ.
(ειδικά) σιδερένιο σκεύος ή εργαλείο, σιδήρωμα.