βαῦνος: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vaynos | |Transliteration C=vaynos | ||
|Beta Code=bau=nos | |Beta Code=bau=nos | ||
|Definition=or βαυνός, ὁ, | |Definition=or [[βαυνός]], ὁ, [[furnace]], [[forge]], Eratosth.24, Max.Tyr.22.3, Asp. in EN104.23; also, = [[χυτρόπους]], Poll.10.100:—in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] also [[βαύνη]], ἡ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαυνός]] Eratosth.24<br /><b class="num">1</b> [[horno para uso industrial]] ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.<i>in EN</i> 104.23, Ael.Dion.β 11, <i>AB</i> 222.22.<br /><b class="num">2</b> [[brasero]] con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. se trate de un prést. minorasiático. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, [[χυτρόπους]], Hesych., eine Art Kohlenpfanne. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, [[χυτρόπους]], Hesych., eine Art Kohlenpfanne. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[four]], [[fourneau]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt probable. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαῦνος''': ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] βαύνη, ἡ. | |lstext='''βαῦνος''': ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. [[ὡσαύτως]] βαύνη, ἡ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=[[βαύνος]], [[βαῦνος]] και [[βαυνός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[κλίβανος]], [[φούρνος]]<br /><b>2.</b> [[τρίπους]], [[πυροστιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το [[αντικείμενο]] που δήλωνε και με την [[τεχνική]] που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, [[αλλά]] πιθ. να [[είναι]] αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. [[βάναυσος]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''βαῦνος''': {baũnos}<br />'''Forms''': H. auch [[βαύνη]] | |ftr='''βαῦνος''': {baũnos}<br />'''Forms''': H. auch [[βαύνη]]· [[κάμινος]] ἢ [[χωνευτήριον]].<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schmelzofen]], [[Brennofen]], auch = [[χυτρόπους]] (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);<br />'''Etymology''': Technisches Wort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu [[βάναυσος]].<br />'''Page''' 1,229 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 February 2024
English (LSJ)
or βαυνός, ὁ, furnace, forge, Eratosth.24, Max.Tyr.22.3, Asp. in EN104.23; also, = χυτρόπους, Poll.10.100:—in Hsch. also βαύνη, ἡ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): βαυνός Eratosth.24
1 horno para uso industrial ἐξαύσατο βαυνόν Eratosth.l.c., πρὸς τῷ βαύνῳ ... διημερεύοντας Max.Tyr.16.3, cf. Asp.in EN 104.23, Ael.Dion.β 11, AB 222.22.
2 brasero con patas tb. llamado χυτρόπους Poll.10.100, Hsch.
• Etimología: Prob. se trate de un prést. minorasiático.
German (Pape)
[Seite 439] (unattisch nach Arcad. p. 64 βαυνός), ὁ, Ofen, VLL.; Max. Tyr.; ein tragbarer, χυτρόπους, Hesych., eine Art Kohlenpfanne.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
four, fourneau.
Étymologie: DELG emprunt probable.
Greek (Liddell-Scott)
βαῦνος: ἢ βαυνός, ὁ, (αὔω) κλίβανος, κάμινος, Α. Β. 654, Πολυδ. Ι΄, 100· παρ’ Ἡσυχ. ὡσαύτως βαύνη, ἡ.
Greek Monolingual
βαύνος, βαῦνος και βαυνός, ο (Α)
1. κλίβανος, φούρνος
2. τρίπους, πυροστιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που εισάχθηκε στην Ελληνική με το αντικείμενο που δήλωνε και με την τεχνική που συνδέεται με αυτό. Η λ. μαρτυρείται στους μεταγενέστερους χρόνους, αλλά πιθ. να είναι αρχαιότερη, αν θεωρηθεί ότι αποτελεί το α' συνθετικό της λ. βάναυσος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: furnace, auch = χυτρόπους (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);
Other forms: Cf. βαύνη κάμινος η χωνευτήριον H..
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Technical term without etym. Fur. 236 compares αὖνος κάμινος.
Frisk Etymology German
βαῦνος: {baũnos}
Forms: H. auch βαύνη· κάμινος ἢ χωνευτήριον.
Grammar: m.
Meaning: Schmelzofen, Brennofen, auch = χυτρόπους (Eratosth., Max. Tyr. u. a.);
Etymology: Technisches Wort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu βάναυσος.
Page 1,229