πυλαωρός: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pylaoros
|Transliteration C=pylaoros
|Beta Code=pulawro/s
|Beta Code=pulawro/s
|Definition=ὁ, Ep. for [[πυλωρός]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[gate-keeper]], <span class="bibl">Il.21.530</span>, <span class="bibl">24.681</span>, <span class="bibl">A.R. 3.747</span>; of Odysseus in the Wooden Horse, <span class="bibl">Tryph.201</span>; [κύνας] πυλαωρούς <span class="bibl">Il.22.69</span> (quoted ap. <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.22.80</span>, but θυραωρούς Aristarch.); π. Πλούτωνος Κέρβερος <span class="title">AP</span>7.319. (<b class="b3">πυλᾰ-</b><b class="b2">sorwó-</b> (cf. [[ἐρύω]] (B)) became <b class="b3">πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-</b>, then Ep. <b class="b3">πυλᾰωρό-</b> (with <b class="b3">-ω-</b> taken from the contr. form): <b class="b3">πυλᾰ- (h) ορ (ϝ) ό-</b> also became <b class="b3">πυλαυρός, πυλευρός</b> (qq. v.), and [[πυλαουρός]] (v.l. in <span class="bibl">Il.24.681</span>), [[πυλαορός]] (v.l. in <span class="bibl">21.530</span>).)</span>
|Definition=ὁ, Ep. for [[πυλωρός]], [[gate-keeper]], Il.21.530, 24.681, A.R. 3.747; of Odysseus in the Wooden Horse, Tryph.201; [κύνας] πυλαωρούς Il.22.69 (quoted ap. Arr.''Epict.''3.22.80, but θυραωρούς Aristarch.); π. Πλούτωνος Κέρβερος ''AP''7.319. (πυλᾰ-sorwó- (cf. [[ἐρύω]] (B)) became πυλᾰ- (h)ορ(ϝ)ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-, then Ep. πυλᾰωρό- (with <b class="b3">-ω-</b> taken from the contr. form): πυλᾰ- (h)ορ(ϝ)ό- also became [[πυλαυρός]], [[πυλευρός]] ([[quod vide|qq.v.]]), and [[πυλαουρός]] ([[varia lectio|v.l.]] in Il.24.681), [[πυλαορός]] ([[varia lectio|v.l.]] in 21.530).)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ὁ, ep. = [[πυλωρός]] (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0817.png Seite 817]] ὁ, ep. = [[πυλωρός]] (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[gardien des portes]].<br />'''Étymologie:''' [[πύλη]], [[ὤρα]] ; cf. [[πυλωρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πυλαωρός -ου, ὁ &#91;[[πύλη]], [[ὀράω]]] [[poortwachter]].
}}
{{elru
|elrutext='''πῠλᾰωρός:''' ὁ и ἡ Hom., Anth. = [[πυλωρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠλᾰωρός''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ [[πυλωρός]], ὁ φυλάττων τὴν πύλην, Ἰλ. Φ. 530, Ω. 681˙ ἀλλ’ ἐν Χ. 69, [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ κυνῶν, ὁ Ἀρίσταρχος διώρθωσε, θυραωρούς˙ παρᾲ μεταγεν. εὕρηται π. Πλούτωνος [[Κέρβερος]], Ἀνθ. Π. 7.319. (Ἡ [[λέξις]] ἔπαθε μεταβολὴν [[χάριν]] τοῦ Ἐπικοῦ μέτρου, ἐκ τοῦ πυλαορός, πρβλ. [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], καὶ ἴδε ἐν λ. [[οὖρος]] = [[φύλαξ]]).
|lstext='''πῠλᾰωρός''': ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ [[πυλωρός]], ὁ φυλάττων τὴν πύλην, Ἰλ. Φ. 530, Ω. 681˙ ἀλλ’ ἐν Χ. 69, [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ κυνῶν, ὁ Ἀρίσταρχος διώρθωσε, θυραωρούς˙ παρᾲ μεταγεν. εὕρηται π. Πλούτωνος [[Κέρβερος]], Ἀνθ. Π. 7.319. (Ἡ [[λέξις]] ἔπαθε μεταβολὴν [[χάριν]] τοῦ Ἐπικοῦ μέτρου, ἐκ τοῦ πυλαορός, πρβλ. [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], καὶ ἴδε ἐν λ. [[οὖρος]] = [[φύλαξ]]).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />gardien des portes.<br />'''Étymologie:''' [[πύλη]], [[ὤρα]] ; cf. [[πυλωρός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πῠλᾰωρός:''' ὁ, Επικ. αντί [[πυλωρός]], αυτός που συγκρατεί τις πύλες, [[φύλακας]] των [[πυλών]], σε Ομήρ. Ιλ. (μεταβάλλεται [[χάριν]] Επικ. μέτρου, από το <i>πυλαορός</i>, πρβλ. τιμαορός, [[τιμωρός]], και βλ. [[οὖρος]], [[φύλακας]]).
|lsmtext='''πῠλᾰωρός:''' ὁ, Επικ. αντί [[πυλωρός]], αυτός που συγκρατεί τις πύλες, [[φύλακας]] των [[πυλών]], σε Ομήρ. Ιλ. (μεταβάλλεται [[χάριν]] Επικ. μέτρου, από το <i>πυλαορός</i>, πρβλ. τιμαορός, [[τιμωρός]], και βλ. [[οὖρος]], [[φύλακας]]).
}}
{{elnl
|elnltext=πυλαωρός -ου, ὁ [πύλη, ὀράω] poortwachter.
}}
{{elru
|elrutext='''πῠλᾰωρός:''' ὁ и ἡ Hom., Anth. = [[πυλωρός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠλᾰ-ωρός, οῦ, ὁ, [epic for [[πυλωρός]]<br />[[keeping]] the [[gate]], a [[gate]]-[[keeper]], Il. (Altered, to [[suit]] the epic [[metre]], from πυλαορός, cf. [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], and v. [[οὖρος]] [[custos]].)
|mdlsjtxt=πῠλᾰ-ωρός, οῦ, ὁ, [epic for [[πυλωρός]]<br />[[keeping]] the [[gate]], a [[gate]]-[[keeper]], Il. (Altered, to [[suit]] the epic [[metre]], from πυλαορός, cf. [[τιμάορος]], [[τιμωρός]], and v. [[οὖρος]] [[custos]].)
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλᾰωρός Medium diacritics: πυλαωρός Low diacritics: πυλαωρός Capitals: ΠΥΛΑΩΡΟΣ
Transliteration A: pylaōrós Transliteration B: pylaōros Transliteration C: pylaoros Beta Code: pulawro/s

English (LSJ)

ὁ, Ep. for πυλωρός, gate-keeper, Il.21.530, 24.681, A.R. 3.747; of Odysseus in the Wooden Horse, Tryph.201; [κύνας] πυλαωρούς Il.22.69 (quoted ap. Arr.Epict.3.22.80, but θυραωρούς Aristarch.); π. Πλούτωνος Κέρβερος AP7.319. (πυλᾰ-sorwó- (cf. ἐρύω (B)) became πυλᾰ- (h)ορ(ϝ)ό-, πυλᾰορό-, πυλωρό-, then Ep. πυλᾰωρό- (with -ω- taken from the contr. form): πυλᾰ- (h)ορ(ϝ)ό- also became πυλαυρός, πυλευρός (qq.v.), and πυλαουρός (v.l. in Il.24.681), πυλαορός (v.l. in 21.530).)

German (Pape)

[Seite 817] ὁ, ep. = πυλωρός (ὤρα), Thür- od. Thorwächter, Thorhüter; Il. 21, 530. 24, 681; von Hunden, 22, 69.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
gardien des portes.
Étymologie: πύλη, ὤρα ; cf. πυλωρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυλαωρός -ου, ὁ [πύλη, ὀράω] poortwachter.

Russian (Dvoretsky)

πῠλᾰωρός: ὁ и ἡ Hom., Anth. = πυλωρός.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλᾰωρός: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ πυλωρός, ὁ φυλάττων τὴν πύλην, Ἰλ. Φ. 530, Ω. 681˙ ἀλλ’ ἐν Χ. 69, ἔνθα γίνεται λόγος περὶ κυνῶν, ὁ Ἀρίσταρχος διώρθωσε, θυραωρούς˙ παρᾲ μεταγεν. εὕρηται π. Πλούτωνος Κέρβερος, Ἀνθ. Π. 7.319. (Ἡ λέξις ἔπαθε μεταβολὴν χάριν τοῦ Ἐπικοῦ μέτρου, ἐκ τοῦ πυλαορός, πρβλ. τιμάορος, τιμωρός, καὶ ἴδε ἐν λ. οὖρος = φύλαξ).

English (Autenrieth)

(root ϝορ, ὁράω): gatekeeper, pl. (Il.)

Greek Monolingual

και πυλαουρός και πυλαορός, ὁ, Α
βλ. πυλωρός.

Greek Monotonic

πῠλᾰωρός: ὁ, Επικ. αντί πυλωρός, αυτός που συγκρατεί τις πύλες, φύλακας των πυλών, σε Ομήρ. Ιλ. (μεταβάλλεται χάριν Επικ. μέτρου, από το πυλαορός, πρβλ. τιμαορός, τιμωρός, και βλ. οὖρος, φύλακας).

Middle Liddell

πῠλᾰ-ωρός, οῦ, ὁ, [epic for πυλωρός
keeping the gate, a gate-keeper, Il. (Altered, to suit the epic metre, from πυλαορός, cf. τιμάορος, τιμωρός, and v. οὖρος custos.)