διχασμός: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dichasmos | |Transliteration C=dichasmos | ||
|Beta Code=dixasmo/s | |Beta Code=dixasmo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[division into two parts]], Aq.''De.''14.6.<br><span class="bld">2</span> [[division by two]], Nicom.''Ar.''1.10.<br><span class="bld">II</span> [[payment in two instalments]], dub. in Ἀρχ.Ἐφ. 1917.133 (Perrhaebia). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[división en dos partes]] δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.<i>De</i>.14.6, cf. Hdn.<i>Epim</i>.19, Ephr.Syr. en Phot.<i>Bibl</i>.247b5, Eust.857.49<br /><b class="num">•</b>[[rotura]], [[rasgadura]] en dos τοῦ διαπετάσματος Ath.Al.M.28.997B.<br /><b class="num">2</b> mat. [[división entre dos]] τὸν διχασμὸν ἐπιδεχόμενος εἰς τὰ μέρη Nicom.<i>Ar</i>.1.10, cf. <i>Theol.Ar</i>.54.<br /><b class="num">3</b> dud., quizá [[pago en dos plazos]] o bien [[reducción a la mitad]] del montante de un impuesto de manumisión Ἀρχ.Ἐφ. 1917.113.n.325 (Perrebia III d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διχασμός''': -οῦ, ὁ, [[διαίρεσις]] εἰς δύο, Νικόμ. 80. | |lstext='''διχασμός''': -οῦ, ὁ, [[διαίρεσις]] εἰς δύο, Νικόμ. 80. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[διχασμός]]) [[διχάζω]]<br />[[διαίρεση]] σε δύο μέρη, [[διχοτόμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διχογνωμία]], [[διαφωνία]], [[διαίρεση]] σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («[[διχασμός]] [[κόμματος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διχασμός]] προσωπικότητας» — [[διαταραχή]] [[κατά]] την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] αισθάνεται ότι συνυπάρχουν [[εντός]] του δύο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαίρεση]] διά δύο<br /><b>2.</b> [[πληρωμή]] σε δύο δόσεις. | |mltxt=ο (AM [[διχασμός]]) [[διχάζω]]<br />[[διαίρεση]] σε δύο μέρη, [[διχοτόμηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διχογνωμία]], [[διαφωνία]], [[διαίρεση]] σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («[[διχασμός]] [[κόμματος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διχασμός]] προσωπικότητας» — [[διαταραχή]] [[κατά]] την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή [[κατά]] την οποία ο [[ασθενής]] αισθάνεται ότι συνυπάρχουν [[εντός]] του δύο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαίρεση]] διά δύο<br /><b>2.</b> [[πληρωμή]] σε δύο δόσεις. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>die [[Teilung]], [[Hälfte]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A division into two parts, Aq.De.14.6.
2 division by two, Nicom.Ar.1.10.
II payment in two instalments, dub. in Ἀρχ.Ἐφ. 1917.133 (Perrhaebia).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 división en dos partes δεδιχασμένον διχασμῷ Aq.De.14.6, cf. Hdn.Epim.19, Ephr.Syr. en Phot.Bibl.247b5, Eust.857.49
•rotura, rasgadura en dos τοῦ διαπετάσματος Ath.Al.M.28.997B.
2 mat. división entre dos τὸν διχασμὸν ἐπιδεχόμενος εἰς τὰ μέρη Nicom.Ar.1.10, cf. Theol.Ar.54.
3 dud., quizá pago en dos plazos o bien reducción a la mitad del montante de un impuesto de manumisión Ἀρχ.Ἐφ. 1917.113.n.325 (Perrebia III d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διχασμός: -οῦ, ὁ, διαίρεσις εἰς δύο, Νικόμ. 80.
Greek Monolingual
ο (AM διχασμός) διχάζω
διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμηση
νεοελλ.
1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)
2. φρ. «διχασμός προσωπικότητας» — διαταραχή κατά την οποία γεγονότα που σχηματίζονται στον εγκέφαλο θεωρούνται από τον πάσχοντα ότι συμβαίνουν έξω απ' τον εαυτό του ή κατά την οποία ο ασθενής αισθάνεται ότι συνυπάρχουν εντός του δύο
αρχ.
1. διαίρεση διά δύο
2. πληρωμή σε δύο δόσεις.