καπνίας: Difference between revisions
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kapnias | |Transliteration C=kapnias | ||
|Beta Code=kapni/as | |Beta Code=kapni/as | ||
|Definition=ου, ὁ, (καπνός) < | |Definition=-ου, ὁ, ([[καπνός]])<br><span class="bld">A</span> [[smoky]], nickname of the Comic poet [[Ecphantides]], Sch.Ar.''V.''151.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]],<br><span class="bld">1</span> [[καπνίας οἶνος]], ὁ, expl. by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot. as [[wine]] [[that had a smoky taste]] from having been long hung up in [[smoke]], Pherecr.130.6, Anaxandr.41.71 (anap.), Pl.Com. 244: perhaps rather to be expld. as [[made from the vine]] [[κάπνειος]].<br><span class="bld">2</span> καπνίας (''[[sc.]]'' [[λίθος]]), ὁ, a kind of [[jasper]], Dsc.5.142, Plin.''HN''37.118. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ὁ, rauchig, voll Rauch, Sp. auch von der Farbe; – ὁ [[καπνίας]] [[οἶνος]], nach Schol. Ar. Vesp. 151 ὁ ὑπεκλυόμενος, od. nach Cratin. alter, edler Wein, der in den Rauch gehängt u. darin alt werden mußte, vinum fumosum der Römer. S. Ath. I, 31 f, comic., IV, 131 f VI, 269 d. Vgl. [[κάπνιος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ὁ, [[rauchig]], [[voll Rauch]], Sp. auch von der Farbe; – ὁ [[καπνίας]] [[οἶνος]], nach Schol. Ar. Vesp. 151 ὁ ὑπεκλυόμενος, od. nach Cratin. alter, edler Wein, der in den Rauch gehängt u. darin alt werden mußte, vinum fumosum der Römer. S. Ath. I, 31 f, comic., IV, 131 f VI, 269 d. Vgl. [[κάπνιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καπνίας:''' ου ὁ [[задымленный]], [[окутанный дымом]], т. е. [[темный]], [[непонятный]] (шутл. прозвище поэта Экфантида) Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[καπνίας]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορυκτό]] με σκούρο [[χρώμα]], [[παραλλαγή]] του κρυσταλλικού χαλαζία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καπνισμένος<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> κωμική [[ονομασία]] του κωμωδιογράφου Εκφαντίδου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καπνίας]] [[οἶνος]]» <br />α) ο [[οίνος]] που έχει [[γεύση]] καπνού [[επειδή]] είχε εκτεθεί σε καπνό για πολύ χρόνο<br />β) [[οίνος]] που λαμβανόταν από [[αμπέλι]] που είχε σταφύλια με [[χρώμα]] καπνού και το οποίο ευδοκιμούσε στην Ιταλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ( | |mltxt=ο (Α [[καπνίας]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ορυκτό]] με σκούρο [[χρώμα]], [[παραλλαγή]] του κρυσταλλικού χαλαζία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καπνισμένος<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου<br /><b>3.</b> κωμική [[ονομασία]] του κωμωδιογράφου Εκφαντίδου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καπνίας]] [[οἶνος]]» <br />α) ο [[οίνος]] που έχει [[γεύση]] καπνού [[επειδή]] είχε εκτεθεί σε καπνό για πολύ χρόνο<br />β) [[οίνος]] που λαμβανόταν από [[αμπέλι]] που είχε σταφύλια με [[χρώμα]] καπνού και το οποίο ευδοκιμούσε στην Ιταλία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[κροκίας]], [[φοινικίας]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:05, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, (καπνός)
A smoky, nickname of the Comic poet Ecphantides, Sch.Ar.V.151.
II as substantive,
1 καπνίας οἶνος, ὁ, expl. by Hsch., Phot. as wine that had a smoky taste from having been long hung up in smoke, Pherecr.130.6, Anaxandr.41.71 (anap.), Pl.Com. 244: perhaps rather to be expld. as made from the vine κάπνειος.
2 καπνίας (sc. λίθος), ὁ, a kind of jasper, Dsc.5.142, Plin.HN37.118.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, rauchig, voll Rauch, Sp. auch von der Farbe; – ὁ καπνίας οἶνος, nach Schol. Ar. Vesp. 151 ὁ ὑπεκλυόμενος, od. nach Cratin. alter, edler Wein, der in den Rauch gehängt u. darin alt werden mußte, vinum fumosum der Römer. S. Ath. I, 31 f, comic., IV, 131 f VI, 269 d. Vgl. κάπνιος.
Russian (Dvoretsky)
καπνίας: ου ὁ задымленный, окутанный дымом, т. е. темный, непонятный (шутл. прозвище поэта Экфантида) Arph.
Greek (Liddell-Scott)
καπνίας: -ου, ὁ, (καπνὸς) πλήρης καπνοῦ, κωμικὸν επώνυμον τοῦ κωμικοῦ ποιητοῦ Ἐκφαντίδου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. 1) καπνίας οἶνος, ὁ, ἔχων γεῦσίν τινα καπνοῦ ὡς ἐπὶ μακρὸν ἐκτεθεὶς εἰς τὸν καπνὸν, Λατ. vinum fumosum, ἢ οἶνος ἐκ τῆς ἀμπέλου τῆς καλουμένης κάπνιος, Φερέκρ. ἐν «Πέρσαις»1. 6, Ἀλεξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ»1. 70, κτλ.· ἴδε Ἡσύχ. καὶ Φώτ. 2) καπνίας (δηλ. λίθος), ὁ, εἶδος ἰάσπιδος, Πλίν. 37. 37.
Greek Monolingual
ο (Α καπνίας)
νεοελλ.
ορυκτό με σκούρο χρώμα, παραλλαγή του κρυσταλλικού χαλαζία
αρχ.
1. ο καπνισμένος
2. είδος πολύτιμου λίθου
3. κωμική ονομασία του κωμωδιογράφου Εκφαντίδου
4. φρ. «καπνίας οἶνος»
α) ο οίνος που έχει γεύση καπνού επειδή είχε εκτεθεί σε καπνό για πολύ χρόνο
β) οίνος που λαμβανόταν από αμπέλι που είχε σταφύλια με χρώμα καπνού και το οποίο ευδοκιμούσε στην Ιταλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -ίας (πρβλ. κροκίας, φοινικίας)].