κλιμακωτός: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klimakotos | |Transliteration C=klimakotos | ||
|Beta Code=klimakwto/s | |Beta Code=klimakwto/s | ||
|Definition= | |Definition=κλιμακωτή, κλιμακωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[made like a ladder]] or [[stairs]], [[terraced]], πρόσβασις Plb.5.59.9.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κ. σχῆμα</b>, = [[κλῖμαξ]] IV, Hermog.''Id.''1.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; [[πρόσβασις]] Pol. 5, 59, 9; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1453.png Seite 1453]] (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; [[πρόσβασις]] Pol. 5, 59, 9; Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλῑμᾰκωτός:''' [[ступенчатый]], [[расположенный уступами]] ([[πρόσβασις]] Polyb.): κλιμακωτὸν σνῆμα грам. = [[κλῖμαξ]] 5. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κλιμακωτός]], -ή, -όν) [[κλίμαξ]]. ο σχηματισμένος με [[μορφή]] κλίμακας, ο διατεταγμένος [[κατά]] βαθμίδες, [[σκαλωτός]], [[αμφιθεατρικός]] («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> ([[μετρική]]) α) «[[κλιμακωτός]] [[στίχος]]» — ο [[στίχος]] στον οποίο [[κάθε]] [[λέξη]] [[κατά]] [[σειρά]] [[είναι]] [[κατά]] μία [[συλλαβή]] μεγαλύτερη από την προηγούμενη<br />β) «κλιμακωτό [[ποίημα]]» — το [[ποίημα]] στο οποίο ο [[κάθε]] [[στίχος]] καταλήγει με την [[επανάληψη]] της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης<br />γ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[παράταξη]]» — η [[παράταξη]] [[κατά]] κλιμάκια, [[κατά]] τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά<br />δ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[βολή]]» — [[βολή]] που εκτελείται με βαθμιαία [[ανύψωση]] του όπλου ή του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακωτὸν [[σχῆμα]]» — το ρητορικό [[σχήμα]] [[κλίμαξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιμακωτά</i><br />με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, [[κατά]] βαθμίδες. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κλιμακωτός]], -ή, -όν) [[κλίμαξ]]. ο σχηματισμένος με [[μορφή]] κλίμακας, ο διατεταγμένος [[κατά]] βαθμίδες, [[σκαλωτός]], [[αμφιθεατρικός]] («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> ([[μετρική]]) α) «[[κλιμακωτός]] [[στίχος]]» — ο [[στίχος]] στον οποίο [[κάθε]] [[λέξη]] [[κατά]] [[σειρά]] [[είναι]] [[κατά]] μία [[συλλαβή]] μεγαλύτερη από την προηγούμενη<br />β) «κλιμακωτό [[ποίημα]]» — το [[ποίημα]] στο οποίο ο [[κάθε]] [[στίχος]] καταλήγει με την [[επανάληψη]] της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης<br />γ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[παράταξη]]» — η [[παράταξη]] [[κατά]] κλιμάκια, [[κατά]] τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά<br />δ) <b>στρ.</b> «κλιμακωτή [[βολή]]» — [[βολή]] που εκτελείται με βαθμιαία [[ανύψωση]] του όπλου ή του πυροβόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κλιμακωτὸν [[σχῆμα]]» — το ρητορικό [[σχήμα]] [[κλίμαξ]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιμακωτά</i><br />με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, [[κατά]] βαθμίδες. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
κλιμακωτή, κλιμακωτόν,
A made like a ladder or stairs, terraced, πρόσβασις Plb.5.59.9.
II κ. σχῆμα, = κλῖμαξ IV, Hermog.Id.1.12.
German (Pape)
[Seite 1453] (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; πρόσβασις Pol. 5, 59, 9; Sp.
Russian (Dvoretsky)
κλῑμᾰκωτός: ступенчатый, расположенный уступами (πρόσβασις Polyb.): κλιμακωτὸν σνῆμα грам. = κλῖμαξ 5.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμᾰκωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κλιμακόω, πεποιημένος ὡς κλῖμαξ, ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν μερῶν ὑπερκειμένων ἀλλήλων, Πολύβ. 5. 59, 9, ΙΙ. κλιμακωτὸν σχῆμα = κλῖμαξ IV, σχῆμα ῥητορικόν, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 286, 19, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κλιμακωτός, -ή, -όν) κλίμαξ. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. (μετρική) α) «κλιμακωτός στίχος» — ο στίχος στον οποίο κάθε λέξη κατά σειρά είναι κατά μία συλλαβή μεγαλύτερη από την προηγούμενη
β) «κλιμακωτό ποίημα» — το ποίημα στο οποίο ο κάθε στίχος καταλήγει με την επανάληψη της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης
γ) στρ. «κλιμακωτή παράταξη» — η παράταξη κατά κλιμάκια, κατά τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά
δ) στρ. «κλιμακωτή βολή» — βολή που εκτελείται με βαθμιαία ανύψωση του όπλου ή του πυροβόλου
αρχ.
φρ. «κλιμακωτὸν σχῆμα» — το ρητορικό σχήμα κλίμαξ.
επίρρ...
κλιμακωτά
με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, κατά βαθμίδες.