ψημύθιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psimythion
|Transliteration C=psimythion
|Beta Code=yhmu/qion
|Beta Code=yhmu/qion
|Definition=ψημυθιόω, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ψιμύθιον]], [[ψιμυθιόω]].</span>
|Definition=[[ψημυθιόω]], v. [[ψιμύθιον]], [[ψιμυθιόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψιμύθιο]].
|mltxt=το / [[ψιμύθιον]], ΝΜΑ, και [[ψιμμύθιον]] και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]] και [[ψίμιθον]] και [[ψημύθιον]] Α<br />[[σκόνη]] ανθρακικού μολύβδου με [[λευκό]] [[χρώμα]], την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καλλυντικό, φτειασίδι<br /><b>2.</b> το [[λευκό]] [[χρώμα]] που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ψίμυθος]], με [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 29 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψημύθιον Medium diacritics: ψημύθιον Low diacritics: ψημύθιον Capitals: ΨΗΜΥΘΙΟΝ
Transliteration A: psēmýthion Transliteration B: psēmythion Transliteration C: psimythion Beta Code: yhmu/qion

English (LSJ)

ψημυθιόω, v. ψιμύθιον, ψιμυθιόω.

Greek Monolingual

το / ψιμύθιον, ΝΜΑ, και ψιμμύθιον και ψιμίθιον και ψιμμίθιον και ψίμιθον και ψημύθιον Α
σκόνη ανθρακικού μολύβδου με λευκό χρώμα, την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το πρόσωπο
νεοελλ.
1. καλλυντικό, φτειασίδι
2. το λευκό χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψίμυθος, με επίθημα -ιον].