ἐξαιρετέος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksaireteos
|Transliteration C=eksaireteos
|Beta Code=e)cairete/os
|Beta Code=e)cairete/os
|Definition=α, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be taken out]] or [[removed]], [[ἐκ]] τῆς στρατιᾶς <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.2.23</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[ἐξαιρετέον]] [[one must take out]], [[remove]], τὴν ἀναρχίαν ἐκ παντὸς τοῦ βίου <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>942c</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Tht.</span>157b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[one must pick out]], [[select]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.52</span>.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be taken out]] or [[removed]], ἐκ τῆς στρατιᾶς [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.2.23.<br><span class="bld">II</span> [[ἐξαιρετέον]] [[one must take out]], [[remove]], τὴν ἀναρχίαν ἐκ παντὸς τοῦ βίου [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''942c, cf. ''Tht.''157b.<br><span class="bld">2</span> [[one must pick out]], [[select]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.52.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἐξαιρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐξαιρέω]], ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ [[ἀξία]] τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει [[εἶναι]]» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, [[ἀφαιρετέον]], ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ [[μερίδιον]]», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52.
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[que debe ser separado o expulsado]] ἐκ τῆς στρατιᾶς X.<i>Cyr</i>.2.2.23, c. dat. agente, X.<i>Cyr</i>.2.2.25.<br /><b class="num">2</b> de [[ciudad]] o fortalezas [[que debe ser tomado o conquistado]] Arr.<i>An</i>.4.21.3, Καρχηδών D.C.59.1 (p.271).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu’il faut écarter de;<br /><b>2</b> qu’il faut choisir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαιρέω]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qu'il faut écarter de;<br /><b>2</b> qu'il faut choisir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαιρέω]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[que debe ser separado o expulsado]] ἐκ τῆς στρατιᾶς X.<i>Cyr</i>.2.2.23, c. dat. agente, X.<i>Cyr</i>.2.2.25.<br /><b class="num">2</b> de ciu. o fortalezas [[que debe ser tomado o conquistado]] Arr.<i>An</i>.4.21.3, Καρχηδών D.C.59.1 (p.271).
|lstext='''ἐξαιρετέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐξαιρέω]], ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ [[ἀξία]] τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει [[εἶναι]]» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, [[ἀφαιρετέον]], ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ [[μερίδιον]]», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐξαιρετέος]], -α, -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που [[πρέπει]] να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «([[ημέρα]]) εξαιρετέα» — [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[Καρχηδών]]... ἐξαιρετέα ἐδόκει [[εἶναι]]» — αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η [[Καρχηδών]]<br />β) «γυναῑκας ἐξαιρετέον ἄν εἴη» — [[πρέπει]] να γίνει [[διαχωρισμός]], να βγει [[μερίδιο]] για τις γυναίκες.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐξαιρετέος]], -α, -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που [[πρέπει]] να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «([[ημέρα]]) εξαιρετέα» — [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[Καρχηδών]]... ἐξαιρετέα ἐδόκει [[εἶναι]]» — αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η [[Καρχηδών]]<br />β) «γυναῖκας ἐξαιρετέον ἄν εἴη» — [[πρέπει]] να γίνει [[διαχωρισμός]], να βγει [[μερίδιο]] για τις γυναίκες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξαιρετέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj.] [from [[ἐξαιρέω]]<br /><b class="num">I.</b> to be taken out or removed, Xen.<br /><b class="num">II.</b> ἐξαιρετέον, one must [[take]] out: one must [[pick]] out, [[select]], Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐξαιρετέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj.] [from [[ἐξαιρέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[to be taken out or removed]], [[Xen]].<br /><b class="num">II.</b> ἐξαιρετέον, one must [[take]] out: one must [[pick]] out, [[select]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 13:32, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαιρετέος Medium diacritics: ἐξαιρετέος Low diacritics: εξαιρετέος Capitals: ΕΞΑΙΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: exairetéos Transliteration B: exaireteos Transliteration C: eksaireteos Beta Code: e)cairete/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be taken out or removed, ἐκ τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23.
II ἐξαιρετέον one must take out, remove, τὴν ἀναρχίαν ἐκ παντὸς τοῦ βίου Pl.Lg.942c, cf. Tht.157b.
2 one must pick out, select, X.Cyr.4.5.52.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 que debe ser separado o expulsado ἐκ τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23, c. dat. agente, X.Cyr.2.2.25.
2 de ciudad o fortalezas que debe ser tomado o conquistado Arr.An.4.21.3, Καρχηδών D.C.59.1 (p.271).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qu'il faut écarter de;
2 qu'il faut choisir.
Étymologie: ἐξαιρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐξαιρέω, ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ ἀξία τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, ἀφαιρετέον, ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ μερίδιον», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐξαιρετέος, -α, -ον) εξαιρώ
αυτός που πρέπει να εξαιρεθεί
νεοελλ.
φρ. «(ημέρα) εξαιρετέα» — αργία
αρχ.
φρ. α) «Καρχηδών... ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» — αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η Καρχηδών
β) «γυναῖκας ἐξαιρετέον ἄν εἴη» — πρέπει να γίνει διαχωρισμός, να βγει μερίδιο για τις γυναίκες.

Greek Monotonic

ἐξαιρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί ή να απομακρυνθεί, σε Ξεν.
II. ἐξαιρετέον, αυτό που πρέπει να αφαιρεθεί, να αποβληθεί· αυτός που πρέπει να επιλεχθεί έναντι άλλων, εκλεκτός, διαλεκτός, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐξαιρετέος, η, ον adj verb. adj.] [from ἐξαιρέω
I. to be taken out or removed, Xen.
II. ἐξαιρετέον, one must take out: one must pick out, select, Xen.