ἐξελεύθερος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekseleytheros
|Transliteration C=ekseleytheros
|Beta Code=e)celeu/qeros
|Beta Code=e)celeu/qeros
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[freedman]], <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>197</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>6.5.1</span>: fem. -έρα <span class="title">IG</span>14.1907.—The special application of [[]]. to a [[released]] debtor (cf. Ammon.p.23 V., <span class="bibl">Eust.1751.2</span>) is not confirmed by usage; <b class="b3">ἐξ-</b> and [[ἀπελεύθερος]] are used of the same person by <span class="bibl">D.C.39.38</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[freedman]], Hyp.''Fr.''197, Cic.''Att.''6.5.1: fem. -έρα ''IG''14.1907.—The special application of [[ἐξελεύθερος]] to a [[released]] [[debtor]] (cf. Ammon.p.23 V., Eust.1751.2) is not confirmed by usage; ἐξελεύθερος and [[ἀπελεύθερος]] are used of the same person by D.C.39.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0876.png Seite 876]] freigelassen, Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0876.png Seite 876]] [[freigelassen]], Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[affranchi]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐλεύθερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ [[вольноотпущенник]] Cic.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξελεύθερος''': ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου [[ἐλεύθερος]] γενόμενος, [[ἀπελεύθερος]], Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον, «[[ἀπελεύθερος]] καὶ [[ἐξελεύθερος]] διαφέρουσιν· [[ἀπελεύθερος]] μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, [[ἐξελεύθερος]] δὲ ὁ γενόμενος διὰ [[χρέα]] [[προσήλυτος]], ἢ κατ’ [[ἄλλην]] τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, [[εἶτα]] ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ [[χρῆσις]] ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί».
|lstext='''ἐξελεύθερος''': ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου [[ἐλεύθερος]] γενόμενος, [[ἀπελεύθερος]], Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. [[Κατὰ]] τὸν Ἀμμώνιον, «[[ἀπελεύθερος]] καὶ [[ἐξελεύθερος]] διαφέρουσιν· [[ἀπελεύθερος]] μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, [[ἐξελεύθερος]] δὲ ὁ γενόμενος διὰ [[χρέα]] [[προσήλυτος]], ἢ κατ’ [[ἄλλην]] τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, [[εἶτα]] ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ [[χρῆσις]] ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />affranchi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐλεύθερος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ, ἡ, αυτός που από [[δούλος]] γίνεται [[ελεύθερος]], [[απελεύθερος]], Λατ. [[libertus]], [[libertinus]], σε Κικ.
|lsmtext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ, ἡ, αυτός που από [[δούλος]] γίνεται [[ελεύθερος]], [[απελεύθερος]], Λατ. [[libertus]], [[libertinus]], σε Κικ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελεύθερος:''' ὁ вольноотпущенник Cic.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐξ-ελεύθερος, ὁ, ἡ, <i>n</i><br />set at [[liberty]], a [[freedman]], Lat. [[libertus]], [[libertinus]], Cic.
|mdlsjtxt=ἐξ-ελεύθερος, ὁ, ἡ, <i>n</i><br />set at [[liberty]], a [[freedman]], Lat. [[libertus]], [[libertinus]], Cic.
}}
{{trml
|trtx====[[freedman]]===
Arabic: مَعْتُوق; Belarusian: вольнаадпушчанік, вольнаадпушчаніца; Chinese Mandarin: 自由民; Czech: propuštěnec; Dutch: [[vrijgelatene]]; Finnish: vapautettu orja; French: [[affranchi]]; German: [[Freigelassener]]; Greek: [[απελεύθερος]]; Ancient Greek: [[ἀδέσποτος]], [[ἀπελευθερικός]], [[ἀπελευθεριωτής]], [[ἀπελεύθερος]], [[ἀπόδουλος]], [[ἄτμενος]], [[ἀφέτης]], [[δουλελεύθερος]], [[ἐξαπελεύθερος]], [[ἐξελεύθερος]]; Icelandic: leysingi, frelsingi; Italian: [[liberto]], [[affrancato]], [[emancipato]]; Latin: [[libertus]], [[libertinus]]; Macedonian: ослободеник; Polish: wyzwoleniec; Portuguese: [[liberto]]; Russian: [[вольноотпущенник]], [[вольноотпущенница]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ослобођѐнӣк; Roman: oslobođènīk; Slovak: prepustenec; Spanish: [[liberto]]; Swahili: huru; Ukrainian: вільновідпущеник, вільновідпущениця
}}
}}

Latest revision as of 13:44, 18 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελεύθερος Medium diacritics: ἐξελεύθερος Low diacritics: εξελεύθερος Capitals: ΕΞΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Transliteration A: exeleútheros Transliteration B: exeleutheros Transliteration C: ekseleytheros Beta Code: e)celeu/qeros

English (LSJ)

ὁ, freedman, Hyp.Fr.197, Cic.Att.6.5.1: fem. -έρα IG14.1907.—The special application of ἐξελεύθερος to a released debtor (cf. Ammon.p.23 V., Eust.1751.2) is not confirmed by usage; ἐξελεύθερος and ἀπελεύθερος are used of the same person by D.C.39.38.

German (Pape)

[Seite 876] freigelassen, Hyperid. bei Harpocr. 70, 13 u. Sp., wie D. Cass., oft.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
affranchi.
Étymologie: ἐξ, ἐλεύθερος.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελεύθερος:вольноотпущенник Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελεύθερος: ὁ, ἡ, ὁ ἐκ δούλου ἐλεύθερος γενόμενος, ἀπελεύθερος, Λατ. libertus, libertinus, Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 5, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 5903. Κατὰ τὸν Ἀμμώνιον, «ἀπελεύθερος καὶ ἐξελεύθερος διαφέρουσιν· ἀπελεύθερος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐκ δούλου ἠλευθερωμένος, ἐξελεύθερος δὲ ὁ γενόμενος διὰ χρέα προσήλυτος, ἢ κατ’ ἄλλην τινὰ αἰτίαν δουλεύσας, εἶτα ἐλευθερωθείς, ἤδη μέντοι καὶ ἀδιαφόρως χρῶνται τοῖς νοήμασιν», πρβλ. Εὐστ. 1751. 2· ἡ χρῆσις ἐν τούτοις δὲν ἐπιβεβαιοῖ τὴν διάκρισιν ταύτην. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐξελεύθεροι· οἱ τῶν ἐλευθερουμένων υἱοί».

Greek Monolingual

ἐξελεύθερος, ο (Α) ελεύθερος
δούλος (πιθανώς για χρέη) που απέκτησε την ελευθερία του.

Greek Monotonic

ἐξελεύθερος: ὁ, ἡ, αυτός που από δούλος γίνεται ελεύθερος, απελεύθερος, Λατ. libertus, libertinus, σε Κικ.

Middle Liddell

ἐξ-ελεύθερος, ὁ, ἡ, n
set at liberty, a freedman, Lat. libertus, libertinus, Cic.

Translations

freedman

Arabic: مَعْتُوق; Belarusian: вольнаадпушчанік, вольнаадпушчаніца; Chinese Mandarin: 自由民; Czech: propuštěnec; Dutch: vrijgelatene; Finnish: vapautettu orja; French: affranchi; German: Freigelassener; Greek: απελεύθερος; Ancient Greek: ἀδέσποτος, ἀπελευθερικός, ἀπελευθεριωτής, ἀπελεύθερος, ἀπόδουλος, ἄτμενος, ἀφέτης, δουλελεύθερος, ἐξαπελεύθερος, ἐξελεύθερος; Icelandic: leysingi, frelsingi; Italian: liberto, affrancato, emancipato; Latin: libertus, libertinus; Macedonian: ослободеник; Polish: wyzwoleniec; Portuguese: liberto; Russian: вольноотпущенник, вольноотпущенница; Serbo-Croatian Cyrillic: ослобођѐнӣк; Roman: oslobođènīk; Slovak: prepustenec; Spanish: liberto; Swahili: huru; Ukrainian: вільновідпущеник, вільновідпущениця