κεφαλαίωμα: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kefalaioma
|Transliteration C=kefalaioma
|Beta Code=kefalai/wma
|Beta Code=kefalai/wma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sum total]], <span class="bibl">Hdt. 3.159</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[collective expression]], τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.564</span> S.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[sum total]], [[Herodotus|Hdt.]] 3.159.<br><span class="bld">II</span> [[collective expression]], τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.''in Prm.''p.564 S.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1427.png Seite 1427]] τό, das Hauptergebniß, die Hauptsumme, Her. 3, 159.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1427.png Seite 1427]] τό, das Hauptergebniß, die Hauptsumme, Her. 3, 159.
}}
{{ls
|lstext='''κεφᾰλαίωμα''': τό, τὸ ὅλον, τὸ σύνολον, τὸ κεφάλαιον, [[ἄθροισμα]], Ἡρόδ. 3. 159.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />somme, total, <i>propr.</i> récapitulation.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλαιόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />somme, total, <i>propr.</i> récapitulation.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλαιόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] [[som]], [[totaal]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεφᾰλαίωμα:''' ατος τό общая сумма ([[πέντε]] μυριάδων τὸ κ. συνῆλθε Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεφαλαίωμα]], τὸ (Α) [[κεφαλαιώ]]<br /><b>1.</b> [[σύνολο]], [[άθροισμα]] («[[πέντε]] μυριάδων τὸ [[κεφαλαίωμα]] τῶν γυναικῶν συνῆλθε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> συλλογική [[έκφραση]], [[συλλογικός]] [[λόγος]] («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῡ τοῑς πολλοῑς», Πρόκλ.).
|mltxt=[[κεφαλαίωμα]], τὸ (Α) [[κεφαλαιώ]]<br /><b>1.</b> [[σύνολο]], [[άθροισμα]] («[[πέντε]] μυριάδων τὸ [[κεφαλαίωμα]] τῶν γυναικῶν συνῆλθε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> συλλογική [[έκφραση]], [[συλλογικός]] [[λόγος]] («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς», Πρόκλ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεφᾰλαίωμα:''' -ατος, τό (κεφ-λαιόω), συνολικό [[άθροισμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κεφᾰλαίωμα:''' -ατος, τό (κεφ-λαιόω), συνολικό [[άθροισμα]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεφᾰλαίωμα:''' ατος τό общая сумма ([[πέντε]] μυριάδων τὸ κ. συνῆλθε Her.).
|lstext='''κεφᾰλαίωμα''': τό, τὸ ὅλον, τὸ σύνολον, τὸ κεφάλαιον, [[ἄθροισμα]], Ἡρόδ. 3. 159.
}}
{{elnl
|elnltext=κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] som, totaal.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κεφᾰλαίωμα, ατος, τό, [[κεφαλαιόω]]<br />the sum [[total]], Hdt.
|mdlsjtxt=κεφᾰλαίωμα, ατος, τό, [[κεφαλαιόω]]<br />the sum [[total]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαίωμα Medium diacritics: κεφαλαίωμα Low diacritics: κεφαλαίωμα Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΩΜΑ
Transliteration A: kephalaíōma Transliteration B: kephalaiōma Transliteration C: kefalaioma Beta Code: kefalai/wma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A sum total, Hdt. 3.159.
II collective expression, τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.in Prm.p.564 S.

German (Pape)

[Seite 1427] τό, das Hauptergebniß, die Hauptsumme, Her. 3, 159.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
somme, total, propr. récapitulation.
Étymologie: κεφαλαιόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] som, totaal.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαίωμα: ατος τό общая сумма (πέντε μυριάδων τὸ κ. συνῆλθε Her.).

Greek Monolingual

κεφαλαίωμα, τὸ (Α) κεφαλαιώ
1. σύνολο, άθροισμαπέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.)
2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς», Πρόκλ.).

Greek Monotonic

κεφᾰλαίωμα: -ατος, τό (κεφ-λαιόω), συνολικό άθροισμα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαίωμα: τό, τὸ ὅλον, τὸ σύνολον, τὸ κεφάλαιον, ἄθροισμα, Ἡρόδ. 3. 159.

Middle Liddell

κεφᾰλαίωμα, ατος, τό, κεφαλαιόω
the sum total, Hdt.