νεοσφαγής: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neosfagis
|Transliteration C=neosfagis
|Beta Code=neosfagh/s
|Beta Code=neosfagh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fresh-slaughtered]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1130</span>, <span class="bibl"><span class="title">Aj.</span>898</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>894</span>; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>546</span>.</span>
|Definition=νεοσφαγές, [[fresh-slaughtered]], S.''Tr.''1130, ''Aj.''898, [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''894; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''546.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] ές, neu, eben erst geschlachtet, getödtet; Soph. Ai. 882 Trach. 1120; auch [[φόνος]], Ai. 542; Eur. Hec. 894; Sp., wie Hermogen. de stat. 2, [[σῶμα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] ές, neu, eben erst geschlachtet, getödtet; Soph. Ai. 882 Trach. 1120; auch [[φόνος]], Ai. 542; Eur. Hec. 894; Sp., wie Hermogen. de stat. 2, [[σῶμα]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[récemment égorgé]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[σφάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσφᾰγής:'''<br /><b class="num">1</b> [[недавно убитый]] ([[Πολυξένη]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[свежепролитый]] ([[φόνος]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοσφᾰγής''': -ές, ὁ νεωστὶ σφαγεὶς, τέθνηκεν [[ἀρτίως]] νεοσφαγὴς Σοφ. Τρ. 1130, Αἴ. 898, τῆς νεοσφαγοῦς Πολυξένης Εὐρ. Ἑκ. 894· ὁ νεωστὶ χυθείς, νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον Σοφ. Αἴ. 546.
|lstext='''νεοσφᾰγής''': -ές, ὁ νεωστὶ σφαγεὶς, τέθνηκεν [[ἀρτίως]] νεοσφαγὴς Σοφ. Τρ. 1130, Αἴ. 898, τῆς νεοσφαγοῦς Πολυξένης Εὐρ. Ἑκ. 894· ὁ νεωστὶ χυθείς, νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον Σοφ. Αἴ. 546.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />récemment égorgé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[σφάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοσφαγής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν [[ἀρτίως]] [[νεοσφαγής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτό που χύθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῦτόν γε... φόνον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάττω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αυτο</i>-<i>σφαγής</i>].
|mltxt=[[νεοσφαγής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν [[ἀρτίως]] [[νεοσφαγής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) αυτό που χύθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῦτόν γε... φόνον», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάττω]]), [[πρβλ]]. [[αυτοσφαγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοσφᾰγής:''' -ές ([[σφάζω]]), αυτός που [[μόλις]] σφαγιάστηκε, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''νεοσφᾰγής:''' -ές ([[σφάζω]]), αυτός που [[μόλις]] σφαγιάστηκε, σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοσφᾰγής:'''<br /><b class="num">1)</b> недавно убитый ([[Πολυξένη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> свежепролитый ([[φόνος]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεο-σφᾰγής, ές [[σφάζω]]<br />[[fresh]]-[[slain]], Soph., Eur.
|mdlsjtxt=νεο-σφᾰγής, ές [[σφάζω]]<br />[[fresh]]-[[slain]], Soph., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 15 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσφᾰγής Medium diacritics: νεοσφαγής Low diacritics: νεοσφαγής Capitals: ΝΕΟΣΦΑΓΗΣ
Transliteration A: neosphagḗs Transliteration B: neosphagēs Transliteration C: neosfagis Beta Code: neosfagh/s

English (LSJ)

νεοσφαγές, fresh-slaughtered, S.Tr.1130, Aj.898, E.Hec.894; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον S.Aj.546.

German (Pape)

[Seite 245] ές, neu, eben erst geschlachtet, getödtet; Soph. Ai. 882 Trach. 1120; auch φόνος, Ai. 542; Eur. Hec. 894; Sp., wie Hermogen. de stat. 2, σῶμα.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
récemment égorgé.
Étymologie: νέος, σφάζω.

Russian (Dvoretsky)

νεοσφᾰγής:
1 недавно убитый (Πολυξένη Eur.);
2 свежепролитый (φόνος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοσφᾰγής: -ές, ὁ νεωστὶ σφαγεὶς, τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγὴς Σοφ. Τρ. 1130, Αἴ. 898, τῆς νεοσφαγοῦς Πολυξένης Εὐρ. Ἑκ. 894· ὁ νεωστὶ χυθείς, νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον Σοφ. Αἴ. 546.

Greek Monolingual

νεοσφαγής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγής», Σοφ.)
2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῦτόν γε... φόνον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σφαγής (< σφάττω), πρβλ. αυτοσφαγής].

Greek Monotonic

νεοσφᾰγής: -ές (σφάζω), αυτός που μόλις σφαγιάστηκε, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

νεο-σφᾰγής, ές σφάζω
fresh-slain, Soph., Eur.