πωλοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polotrofos
|Transliteration C=polotrofos
|Beta Code=pwlotro/fos
|Beta Code=pwlotro/fos
|Definition=(parox.), ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rearing young horses]], Θεσσαλίη <span class="title">AP</span>9.21. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, <b class="b3">οἱ π. τῶν ἐλεφάντων</b> their [[trainers]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span> 16.36</span>.</span>
|Definition=(parox.), ον,<br><span class="bld">A</span> [[rearing young horses]], Θεσσαλίη ''AP''9.21.<br><span class="bld">2</span> generally, <b class="b3">οἱ π. τῶν ἐλεφάντων</b> their [[trainer]]s, Ael.''NA'' 16.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] Fohlen, Pferde nährend, aufziehend; [[Θεσσαλία]], Ep. ad. 420 (IX, 21); auch ἐλέφαντος, Ael. H. A. 16, 36.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0827.png Seite 827]] Fohlen, Pferde nährend, aufziehend; [[Θεσσαλία]], Ep. ad. 420 (IX, 21); auch ἐλέφαντος, Ael. H. A. 16, 36.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui élève de jeunes animaux]].<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]], [[τρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πωλοτρόφος:''' [[питающий молодых коней]] ([[Θεσσαλία]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πωλοτρόφος''': -ον, ὁ ἀνατρέφων πώλους, νέους ἵππους, Σοί, πατρὶ Θεσσαλίῃ πωλοτρόφε. μέμψιν [[ἀνάπτω]] Πήγασσος, ὡς ἀδίκου τέρματος ἠντίασα Ἀνθ. Π. 9. 21 ― [[καθόλου]], οἱ π. τῶν ἐλεφάντων, οἱ ἐκγυμνάζοντες αὐτούς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 36.
|lstext='''πωλοτρόφος''': -ον, ὁ ἀνατρέφων πώλους, νέους ἵππους, Σοί, πατρὶ Θεσσαλίῃ πωλοτρόφε. μέμψιν [[ἀνάπτω]] Πήγασσος, ὡς ἀδίκου τέρματος ἠντίασα Ἀνθ. Π. 9. 21 ― [[καθόλου]], οἱ π. τῶν ἐλεφάντων, οἱ ἐκγυμνάζοντες αὐτούς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 36.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui élève de jeunes animaux.<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εκτρέφει πώλους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πωλοτρόφος]]<br />αυτός που εκτρέφει και εκγυμνάζει μικρά ζώα, [[ιδίως]] ελέφαντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> ([[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που εκτρέφει πώλους<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πωλοτρόφος]]<br />αυτός που εκτρέφει και εκγυμνάζει μικρά ζώα, [[ιδίως]] ελέφαντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶλος]] «[[πουλάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> ([[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[κτηνοτρόφος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πωλοτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που εκτρέφει νεαρά άλογα, σε Ανθ.
|lsmtext='''πωλοτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που εκτρέφει νεαρά άλογα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πωλοτρόφος:''' питающий молодых коней ([[Θεσσαλία]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πωλο-τρόφος, ον, [[τρέφω]]<br />[[rearing]] [[young]] horses, Anth.
|mdlsjtxt=πωλο-τρόφος, ον, [[τρέφω]]<br />[[rearing]] [[young]] horses, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλοτρόφος Medium diacritics: πωλοτρόφος Low diacritics: πωλοτρόφος Capitals: ΠΩΛΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: pōlotróphos Transliteration B: pōlotrophos Transliteration C: polotrofos Beta Code: pwlotro/fos

English (LSJ)

(parox.), ον,
A rearing young horses, Θεσσαλίη AP9.21.
2 generally, οἱ π. τῶν ἐλεφάντων their trainers, Ael.NA 16.36.

German (Pape)

[Seite 827] Fohlen, Pferde nährend, aufziehend; Θεσσαλία, Ep. ad. 420 (IX, 21); auch ἐλέφαντος, Ael. H. A. 16, 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui élève de jeunes animaux.
Étymologie: πῶλος, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

πωλοτρόφος: питающий молодых коней (Θεσσαλία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πωλοτρόφος: -ον, ὁ ἀνατρέφων πώλους, νέους ἵππους, Σοί, πατρὶ Θεσσαλίῃ πωλοτρόφε. μέμψιν ἀνάπτω Πήγασσος, ὡς ἀδίκου τέρματος ἠντίασα Ἀνθ. Π. 9. 21 ― καθόλου, οἱ π. τῶν ἐλεφάντων, οἱ ἐκγυμνάζοντες αὐτούς, Αἰλ. π. Ζ. 16. 36.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που εκτρέφει πώλους
2. το αρσ. ως ουσ.πωλοτρόφος
αυτός που εκτρέφει και εκγυμνάζει μικρά ζώα, ιδίως ελέφαντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -τρόφος (τρέφω), πρβλ. κτηνοτρόφος].

Greek Monotonic

πωλοτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει νεαρά άλογα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πωλο-τρόφος, ον, τρέφω
rearing young horses, Anth.