τυμβογέρων: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag

Menander, Monostichoi, 140
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tymvogeron
|Transliteration C=tymvogeron
|Beta Code=tumboge/rwn
|Beta Code=tumboge/rwn
|Definition=οντος, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[old man on the edge of the grave]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 55</span> D., <span class="title">Com.Adesp.</span>1172, Thphr. ap. Phot., <span class="bibl">Procop.<span class="title">Arc.</span>6.11</span>.</span>
|Definition=οντος, ὁ, [[old man with one foot in the grave]], [[old man on the edge of the grave]], Ar.Fr. 55 D., Com.Adesp.1172, Thphr. ap. Phot., Procop.Arc.6.11
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο, ο υπερβολικά [[γέροντας]], [[εσχατόγηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] (για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύμβος]])].
|mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο, ο υπερβολικά [[γέροντας]], [[εσχατόγηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] (για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύμβος]])].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πολύ]] γέρος, πού [[ἔχει]] τό ἕνα του ποδάρι στόν τάφο). Ἀπό τό [[τύμβος]] + [[γέρων]]. Δές για περισσότερα παράγωγα στό [[γηράσκω]] καί στή λέξη [[τύμβος]].
}}
{{pape
|ptext=οντος, ὁ, <i>ein [[Greis]], der dem Grabe nahe ist</i>; Phryn. in <i>B.A</i>. 66; Suid.
}}
}}

Latest revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβογέρων Medium diacritics: τυμβογέρων Low diacritics: τυμβογέρων Capitals: ΤΥΜΒΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: tymbogérōn Transliteration B: tymbogerōn Transliteration C: tymvogeron Beta Code: tumboge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, old man with one foot in the grave, old man on the edge of the grave, Ar.Fr. 55 D., Com.Adesp.1172, Thphr. ap. Phot., Procop.Arc.6.11

Greek (Liddell-Scott)

τυμβογέρων: ὁ, ἐσχατογήρως, παραγεγηρακὼς καὶ οὕτως εἰπεῖν ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐν τῷ τάφῳ, ἐξεστηκὼς ὑπὸ γήρως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 311b, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει το ένα του πόδι στον τάφο, ο υπερβολικά γέροντας, εσχατόγηρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + γέρων (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος)].

Mantoulidis Etymological

(=πολύ γέρος, πού ἔχει τό ἕνα του ποδάρι στόν τάφο). Ἀπό τό τύμβος + γέρων. Δές για περισσότερα παράγωγα στό γηράσκω καί στή λέξη τύμβος.

German (Pape)

οντος, ὁ, ein Greis, der dem Grabe nahe ist; Phryn. in B.A. 66; Suid.