ἀνεψιαδοῦς: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepsiadoys
|Transliteration C=anepsiadoys
|Beta Code=a)neyiadou=s
|Beta Code=a)neyiadou=s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[first cousin's son]], <span class="bibl">Pherecr.203</span>, <span class="bibl">Hermipp.86</span>, <span class="bibl">D.44.26</span>, <span class="bibl">Is.11.12</span>; also, of [[second cousins]], acc. to <span class="bibl">Poll.3.28</span>, but this rests on a misinterpretation of <span class="bibl">D. 45.54</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, [[first cousin's son]], Pherecr.203, Hermipp.86, D.44.26, Is.11.12; also, of [[second cousins]], acc. to Poll.3.28, but this rests on a misinterpretation of D. 45.54.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀνεψιᾰδοῦς''': -οῦ, ὁ, ὁ υἱὸς πρώτου ἐξαδέλφου ἢ πρώτης ἐξαδέλφης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 28. 28, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 14, Δημ. 1088. 17. [[τύπος]] ἀνεψιαδός, ὁ, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. Βυζ.
|dgtxt=(ἀνεψιᾰδοῦς) -οῦ, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνεψιδοῦς Sch.A.R.3.359<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[hijo de primo o prima carnal]], [[primo segundo]] Pherecr.203, Hermipp.86, Is.9.2, 11.12, D.44.26, Ph.2.426, <i>SB</i> 6674.18 (II d.C.), Poll.3.28, Hsch., Sch.A.R.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[sobrino segundo]] según la lección τοὺς δὲ παῖδας τοὺς ἐκείνης καὶ τοὺς ἐμοὺς [[ἀνεψιαδοῦς]] D.45.54.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cousin issu de germains.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεψιός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[cousin issu de germains]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνεψιός]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>Sohn eines Geschwisterkindes</i>, s. Dem. 45.54; <i>B.A</i>. 401 aus com.
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=(ἀνεψιᾰδοῦς) -οῦ, <br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνεψιδοῦς Sch.A.R.3.359<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[hijo de primo o prima carnal]], [[primo segundo]] Pherecr.203, Hermipp.86, Is.9.2, 11.12, D.44.26, Ph.2.426, <i>SB</i> 6674.18 (II d.C.), Poll.3.28, Hsch., Sch.A.R.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[sobrino segundo]] según la lección τοὺς δὲ παῖδας τοὺς ἐκείνης καὶ τοὺς ἐμοὺς [[ἀνεψιαδοῦς]] D.45.54.
|elrutext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' οῦ ὁ [[двоюродный племянник]] Dem.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνεψιᾰδοῦς''': -οῦ, , ὁ υἱὸς πρώτου ἐξαδέλφου ἢ πρώτης ἐξαδέλφης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 28. 28, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 14, Δημ. 1088. 17. [[τύπος]] ἀνεψιαδός, ὁ, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. Βυζ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀνεψιαδοῡς, ο (Α)<br />ο [[γιος]] πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανεψιά]] <span style="color: red;">+</span> (μεθομηρική κατάλ.) -<i>ιδούς</i>, που εμπεριέχει την [[έννοια]] της εξάρτησης, του υποκορισμού (-<i>ιδ</i>-) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. -<i>ιδούς</i> δηλώνουν [[είτε]] τα [[παιδιά]] [[μέσα]] στην [[οικογένεια]], [[είτε]] τα μικρά των ζώων. Πρβλ. [[αδελφιδούς]], [[θυγατριδούς]], <i>υιδούς</i> κ.λπ.].
|mltxt=ἀνεψιαδοῦς, ο (Α)<br />ο [[γιος]] πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανεψιά]] <span style="color: red;">+</span> (μεθομηρική κατάλ.) -<i>ιδούς</i>, που εμπεριέχει την [[έννοια]] της εξάρτησης, του υποκορισμού (-<i>ιδ</i>-) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. -<i>ιδούς</i> δηλώνουν [[είτε]] τα [[παιδιά]] [[μέσα]] στην [[οικογένεια]], [[είτε]] τα μικρά των ζώων. Πρβλ. [[αδελφιδούς]], [[θυγατριδούς]], <i>υιδούς</i> κ.λπ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' -οῦ, ὁ, ο [[γιος]] του πρώτου ξαδέρφου ή ο [[δεύτερος]] [[ξάδερφος]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' -οῦ, ὁ, ο [[γιος]] του πρώτου ξαδέρφου ή ο [[δεύτερος]] [[ξάδερφος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεψιᾰδοῦς:''' οῦ ὁ двоюродный племянник Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[first]]-[[cousin]]'s son, or [[second]] [[cousin]], Dem.
|mdlsjtxt=a [[first]]-[[cousin]]'s son, or [[second]] [[cousin]], Dem.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[second cousin]]
|woodrun=[[second cousin]]
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεψιᾰδοῦς Medium diacritics: ἀνεψιαδοῦς Low diacritics: ανεψιαδούς Capitals: ΑΝΕΨΙΑΔΟΥΣ
Transliteration A: anepsiadoûs Transliteration B: anepsiadous Transliteration C: anepsiadoys Beta Code: a)neyiadou=s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, first cousin's son, Pherecr.203, Hermipp.86, D.44.26, Is.11.12; also, of second cousins, acc. to Poll.3.28, but this rests on a misinterpretation of D. 45.54.

Spanish (DGE)

(ἀνεψιᾰδοῦς) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀνεψιδοῦς Sch.A.R.3.359
• Prosodia: [ᾰ-]
1 hijo de primo o prima carnal, primo segundo Pherecr.203, Hermipp.86, Is.9.2, 11.12, D.44.26, Ph.2.426, SB 6674.18 (II d.C.), Poll.3.28, Hsch., Sch.A.R.l.c.
2 sobrino segundo según la lección τοὺς δὲ παῖδας τοὺς ἐκείνης καὶ τοὺς ἐμοὺς ἀνεψιαδοῦς D.45.54.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cousin issu de germains.
Étymologie: ἀνεψιός.

German (Pape)

ὁ, Sohn eines Geschwisterkindes, s. Dem. 45.54; B.A. 401 aus com.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεψιᾰδοῦς: οῦ ὁ двоюродный племянник Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεψιᾰδοῦς: -οῦ, ὁ, ὁ υἱὸς πρώτου ἐξαδέλφου ἢ πρώτης ἐξαδέλφης Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 28. 28, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 14, Δημ. 1088. 17. Ὁ τύπος ἀνεψιαδός, ὁ, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν. Βυζ.

Greek Monolingual

ἀνεψιαδοῦς, ο (Α)
ο γιος πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεψιά + (μεθομηρική κατάλ.) -ιδούς, που εμπεριέχει την έννοια της εξάρτησης, του υποκορισμού (-ιδ-) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. -ιδούς δηλώνουν είτε τα παιδιά μέσα στην οικογένεια, είτε τα μικρά των ζώων. Πρβλ. αδελφιδούς, θυγατριδούς, υιδούς κ.λπ.].

Greek Monotonic

ἀνεψιᾰδοῦς: -οῦ, ὁ, ο γιος του πρώτου ξαδέρφου ή ο δεύτερος ξάδερφος, σε Δημ.

Middle Liddell

a first-cousin's son, or second cousin, Dem.

English (Woodhouse)

second cousin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)