ἐπιβόσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epivoskomai
|Transliteration C=epivoskomai
|Beta Code=e)pibo/skomai
|Beta Code=e)pibo/skomai
|Definition=of cattle, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[graze]] or [[feed upon]], σεύτλοις <span class="bibl">Batr.54</span>:—Pass., to [[be fed upon]], [[eaten]] [[down]], τὰ ἐπιβοσκόμενα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.6.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[feed on]], [[draw its nutriment]] [[from]], αἶαν <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>68</span>: metaph., [[devour]], of poison, ib.<span class="bibl">430</span>; of fire, <span class="bibl">Hdn.1.14.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span>. metaph., [[haunt]], [[visit]], θεοὶ ἐ. γῆν <span class="bibl">Max.Tyr. 19.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[feed among]], ποίμνῃς <span class="bibl">Mosch.2.82</span>.</span>
|Definition=of cattle,<br><span class="bld">A</span> [[graze]] or [[feed upon]], σεύτλοις Batr.54:—Pass., to [[be fed upon]], [[eaten]] [[down]], τὰ ἐπιβοσκόμενα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.6.3.<br><span class="bld">2</span>. [[feed on]], [[draw its nutriment]] [[from]], αἶαν Nic.''Th.''68: metaph., [[devour]], of poison, ib.430; of fire, Hdn.1.14.5.<br><span class="bld">3</span>. metaph., [[haunt]], [[visit]], θεοὶ ἐ. γῆν Max.Tyr. 19.6.<br><span class="bld">II</span>. [[feed among]], ποίμνῃς Mosch.2.82.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0930.png Seite 930]] (s. [[βόσκω]]), darauf weiden, sich nähren, πράσοις χλοεροῖς Batrach. 54; ποίμνῃς Mosch. 2, 82; übh. verzehren, πάντα, vom Feuer, Hdn. 1, 14, 9; so nass., Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0930.png Seite 930]] (s. [[βόσκω]]), darauf weiden, sich nähren, πράσοις χλοεροῖς Batrach. 54; ποίμνῃς Mosch. 2, 82; übh. verzehren, πάντα, vom Feuer, Hdn. 1, 14, 9; so nass., Theophr.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se repaître de, τινι;<br /><b>2</b> paître parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βόσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβόσκομαι:''' [[пастись]], [[питаться]] (σελίνοις Batr.; [[ὄνος]] ἐπιβοσκόμενος Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβόσκομαι''': Μέσ., τρέφομαι μέ τι, οὐ [[τρώγω]] ῥαφάνους, οὐ κράμβας, οὐ κολοκύντας, οὐ σεύτλοις χλωροῖς [[ἐπιβόσκομαι]] οὐδὲ σελίνοις Βατραχομ. 54.- Παθ., κἂν κολοβωθῇ τὰ φύλλα καθάπερ ἐν τοῖς ἐπιβοσκομένοις, δηλ. ἀγροῖς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 3. 2) τρέφομαι ἔκ τινος, ἀντλῶ τὴν τροφὴν μου ἔκ τινος, αἶαν Νικ. Θ. 68·- μεταφ., [[κατατρώγω]], [[διαβιβρώσκω]], ἐπὶ δηλητηρίου, [[αὐτόθι]] 430· ἐπὶ [[πυρός]], [[κατακαίω]], [[καταστρέφω]], πάντα ἐπιὸν τὸ πῦρ ἐπεβόσκετο Ἡρωδιαν. 1. 14, 9. ΙΙ. βόσκομαι, τρέφομαι [[μεταξύ]], ποίμνῃς ἐπιβόσκεται Μόσχ. 2. 82.
|lstext='''ἐπιβόσκομαι''': Μέσ., τρέφομαι μέ τι, οὐ [[τρώγω]] ῥαφάνους, οὐ κράμβας, οὐ κολοκύντας, οὐ σεύτλοις χλωροῖς [[ἐπιβόσκομαι]] οὐδὲ σελίνοις Βατραχομ. 54.- Παθ., κἂν κολοβωθῇ τὰ φύλλα καθάπερ ἐν τοῖς ἐπιβοσκομένοις, δηλ. ἀγροῖς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 3. 2) τρέφομαι ἔκ τινος, ἀντλῶ τὴν τροφὴν μου ἔκ τινος, αἶαν Νικ. Θ. 68·- μεταφ., [[κατατρώγω]], [[διαβιβρώσκω]], ἐπὶ δηλητηρίου, [[αὐτόθι]] 430· ἐπὶ [[πυρός]], [[κατακαίω]], [[καταστρέφω]], πάντα ἐπιὸν τὸ πῦρ ἐπεβόσκετο Ἡρωδιαν. 1. 14, 9. ΙΙ. βόσκομαι, τρέφομαι [[μεταξύ]], ποίμνῃς ἐπιβόσκεται Μόσχ. 2. 82.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se repaître de, τινι;<br /><b>2</b> paître parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βόσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβόσκομαι:''' Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ζώα ([[κυρίως]] βοοειδή), [[βόσκω]] ή τρέφομαι με, <i>τινι</i>, σε Βατραχομ.<br /><b class="num">II.</b> [[βόσκω]], τρέφομαι [[μεταξύ]] του κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἐπιβόσκομαι:''' Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για ζώα ([[κυρίως]] βοοειδή), [[βόσκω]] ή τρέφομαι με, <i>τινι</i>, σε Βατραχομ.<br /><b class="num">II.</b> [[βόσκω]], τρέφομαι [[μεταξύ]] του κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβόσκομαι:''' пастись, питаться (σελίνοις Batr.; [[ὄνος]] ἐπιβοσκόμενος Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Mid., of [[cattle]], to [[graze]] or [[feed]] [[upon]], τινι Batr.<br /><b class="num">II.</b> to [[feed]] [[among]] the [[herd]], c. dat., Mosch.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> Mid., of [[cattle]], to [[graze]] or [[feed]] [[upon]], τινι Batr.<br /><b class="num">II.</b> to [[feed]] [[among]] the [[herd]], c. dat., Mosch.
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβόσκομαι Medium diacritics: ἐπιβόσκομαι Low diacritics: επιβόσκομαι Capitals: ΕΠΙΒΟΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: epibóskomai Transliteration B: epiboskomai Transliteration C: epivoskomai Beta Code: e)pibo/skomai

English (LSJ)

of cattle,
A graze or feed upon, σεύτλοις Batr.54:—Pass., to be fed upon, eaten down, τὰ ἐπιβοσκόμενα Thphr. HP 3.6.3.
2. feed on, draw its nutriment from, αἶαν Nic.Th.68: metaph., devour, of poison, ib.430; of fire, Hdn.1.14.5.
3. metaph., haunt, visit, θεοὶ ἐ. γῆν Max.Tyr. 19.6.
II. feed among, ποίμνῃς Mosch.2.82.

German (Pape)

[Seite 930] (s. βόσκω), darauf weiden, sich nähren, πράσοις χλοεροῖς Batrach. 54; ποίμνῃς Mosch. 2, 82; übh. verzehren, πάντα, vom Feuer, Hdn. 1, 14, 9; so nass., Theophr.

French (Bailly abrégé)

1 se repaître de, τινι;
2 paître parmi, τινι.
Étymologie: ἐπί, βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβόσκομαι: пастись, питаться (σελίνοις Batr.; ὄνος ἐπιβοσκόμενος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβόσκομαι: Μέσ., τρέφομαι μέ τι, οὐ τρώγω ῥαφάνους, οὐ κράμβας, οὐ κολοκύντας, οὐ σεύτλοις χλωροῖς ἐπιβόσκομαι οὐδὲ σελίνοις Βατραχομ. 54.- Παθ., κἂν κολοβωθῇ τὰ φύλλα καθάπερ ἐν τοῖς ἐπιβοσκομένοις, δηλ. ἀγροῖς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 6, 3. 2) τρέφομαι ἔκ τινος, ἀντλῶ τὴν τροφὴν μου ἔκ τινος, αἶαν Νικ. Θ. 68·- μεταφ., κατατρώγω, διαβιβρώσκω, ἐπὶ δηλητηρίου, αὐτόθι 430· ἐπὶ πυρός, κατακαίω, καταστρέφω, πάντα ἐπιὸν τὸ πῦρ ἐπεβόσκετο Ἡρωδιαν. 1. 14, 9. ΙΙ. βόσκομαι, τρέφομαι μεταξύ, ποίμνῃς ἐπιβόσκεται Μόσχ. 2. 82.

Greek Monolingual

ἐπιβόσκομαι, (Α)
1. τρέφομαι με κάτι
2. τρέφομαι ανάμεσα σε άλλους
3. κατατρώγω, καταστρέφω
4. βρίσκω από κάπου την τροφή μου
5. επισκέπτομαι.

Greek Monotonic

ἐπιβόσκομαι: Μέσ.,
I. λέγεται για ζώα (κυρίως βοοειδή), βόσκω ή τρέφομαι με, τινι, σε Βατραχομ.
II. βόσκω, τρέφομαι μεταξύ του κοπαδιού, με δοτ., σε Μόσχ.

Middle Liddell

I. Mid., of cattle, to graze or feed upon, τινι Batr.
II. to feed among the herd, c. dat., Mosch.