ἐπιλήσμων: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epilismon | |Transliteration C=epilismon | ||
|Beta Code=e)pilh/smwn | |Beta Code=e)pilh/smwn | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιλήσμον, gen. ονος,<br><span class="bld">A</span> [[apt to forget]], [[forgetful]], Cratin.154, Ar.Nu.129, al., Lys.12.87, Pl.R.486d, etc.: Comp. [[ἐπιλησμονέστερος]] X.Mem.4.8.8: c.gen.rei, Id.Ap.6: Sup. [[ἐπιλησμονέστατος]] Lys.34.2, Phalar.Ep.30: irreg. Sup. [[ἐπιλησμότατος]] (as if from [[ἐπίλησμος]]) Ar.Nu.790.<br><span class="bld">II</span>. Act., [[causing forgetfulness]], ἐ. ἐπῳδή Chio Ep.3.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0958.png Seite 958]] ον, vergeßlich, Ar. Nubb. 129; Plat. Prot. 334 c; Lys. 12, 87 u. Folgde; c. gen., einer Sache nicht eingedenk, ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερον, das, was ich gelernt habe, weniger behalten habend, Xen. Apol. 6. – Auch = Vergessenheit bewirkend, [[ἐπῳδή]] Chion. ep. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0958.png Seite 958]] ον, vergeßlich, Ar. Nubb. 129; Plat. Prot. 334 c; Lys. 12, 87 u. Folgde; c. gen., einer Sache nicht eingedenk, ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερον, das, was ich gelernt habe, weniger behalten habend, Xen. Apol. 6. – Auch = Vergessenheit bewirkend, [[ἐπῳδή]] Chion. ep. 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui oublie, oublieux;<br /><i>Cp.</i> ἐπιλησμονέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλανθάνω]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui oublie, oublieux;<br /><i>Cp.</i> ἐπιλησμονέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιλανθάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιλήσμων:''' 2, gen. ονος забывающий, забывчивый Arph., Lys., Plat., Plut.: ὧν [[ἔμαθον]] ἐπιλησμονέστερος Xen. скорее забывающий то, чему учился. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιλήσμων''': -ον, γεν. ονος, (ἐπιλήθομαι) ὡς καὶ νῦν, συνηθίζων νὰ λησμονῇ, «ξεχασιάρης», Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 3, Ἀριστοφ. Νεφ. 129, 485, 629, Λυσίας 128. 15, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γεν. πράγμ., Ξεν. Ἀπολ. 6, ἐν τῷ συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, ἐνῷ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 790 ὑπάρχει ἐπιλησμότατος (ὡς εἰ ἐκ θετικοῦ ἐπίλησμος). ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν ἐπιλησμοσύνην, [[ὥσπερ]] ἐπιλήσμονί τινι ἐπῳδῇ Χίων ἐν Ἐπιστ. 3. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιλήσμων]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», <b>Ξεν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που φέρνει [[λησμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λήσμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>λάθ</i>-<i>μων</i> <span style="color: red;"><</span> αορ. θ. <i>λαθ</i>. του [[λανθάνω]] ( | |mltxt=[[ἐπιλήσμων]], -ον (AM)<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», <b>Ξεν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που φέρνει [[λησμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λήσμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>λάθ</i>-<i>μων</i> <span style="color: red;"><</span> αορ. θ. <i>λαθ</i>. του [[λανθάνω]] ([[πρβλ]]. αόρ. β’ <i>έ</i>-<i>λαθ</i>-<i>ον</i>) με <i>σ</i> αναλογικό [[κατά]] τα <i>κακο</i>-<i>χρήσμων</i>, <i>φιλο</i>-<i>παίσμων</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιλήσμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>ἐπιλήθομαι</i>), αυτός που συνηθίζει να ξεχνά, [[ξεχασιάρης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., σε Ξεν., στον συγκρ. <i>ἐπιλησμονέστερος</i>, [[εκεί]] που ο Αριστοφ. παραδίδει το <i>ἐπιλησμότατος</i> (όπως αν προερχόταν από θετ. του [[ἐπίλησμος]]). | |lsmtext='''ἐπιλήσμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> (<i>ἐπιλήθομαι</i>), αυτός που συνηθίζει να ξεχνά, [[ξεχασιάρης]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., σε Ξεν., στον συγκρ. <i>ἐπιλησμονέστερος</i>, [[εκεί]] που ο Αριστοφ. παραδίδει το <i>ἐπιλησμότατος</i> (όπως αν προερχόταν από θετ. του [[ἐπίλησμος]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[forgetful]], [[having a bad memory]] | |woodrun=[[forgetful]], [[having a bad memory]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ξεχασιάρης]]). Ἀπό τό [[ἐπιλανθάνομαι]] ([[ἐπί]] + [[ἔλαθον]] -λαθ-ληθ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[λανθάνω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιλήσμον, gen. ονος,
A apt to forget, forgetful, Cratin.154, Ar.Nu.129, al., Lys.12.87, Pl.R.486d, etc.: Comp. ἐπιλησμονέστερος X.Mem.4.8.8: c.gen.rei, Id.Ap.6: Sup. ἐπιλησμονέστατος Lys.34.2, Phalar.Ep.30: irreg. Sup. ἐπιλησμότατος (as if from ἐπίλησμος) Ar.Nu.790.
II. Act., causing forgetfulness, ἐ. ἐπῳδή Chio Ep.3.6.
German (Pape)
[Seite 958] ον, vergeßlich, Ar. Nubb. 129; Plat. Prot. 334 c; Lys. 12, 87 u. Folgde; c. gen., einer Sache nicht eingedenk, ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερον, das, was ich gelernt habe, weniger behalten habend, Xen. Apol. 6. – Auch = Vergessenheit bewirkend, ἐπῳδή Chion. ep. 3.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui oublie, oublieux;
Cp. ἐπιλησμονέστερος.
Étymologie: ἐπιλανθάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλήσμων: 2, gen. ονος забывающий, забывчивый Arph., Lys., Plat., Plut.: ὧν ἔμαθον ἐπιλησμονέστερος Xen. скорее забывающий то, чему учился.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλήσμων: -ον, γεν. ονος, (ἐπιλήθομαι) ὡς καὶ νῦν, συνηθίζων νὰ λησμονῇ, «ξεχασιάρης», Κρατῖνος ἐν «Πανόπταις» 3, Ἀριστοφ. Νεφ. 129, 485, 629, Λυσίας 128. 15, Πλάτ., κλπ.· μετὰ γεν. πράγμ., Ξεν. Ἀπολ. 6, ἐν τῷ συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, ἐνῷ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 790 ὑπάρχει ἐπιλησμότατος (ὡς εἰ ἐκ θετικοῦ ἐπίλησμος). ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν ἐπιλησμοσύνην, ὥσπερ ἐπιλήσμονί τινι ἐπῳδῇ Χίων ἐν Ἐπιστ. 3.
Greek Monolingual
ἐπιλήσμων, -ον (AM)
αυτός που έχει την τάση να ξεχνά («δυσμαθέστερον ἀποβαίνειν καὶ ἐπιλησμονέστερον», Ξεν.)
(
Greek Monotonic
ἐπιλήσμων: -ον, γεν. -ονος (ἐπιλήθομαι), αυτός που συνηθίζει να ξεχνά, ξεχασιάρης, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., σε Ξεν., στον συγκρ. ἐπιλησμονέστερος, εκεί που ο Αριστοφ. παραδίδει το ἐπιλησμότατος (όπως αν προερχόταν από θετ. του ἐπίλησμος).
Middle Liddell
ἐπιλήσμων, ονος, [ἐπιλήθομαι]
apt to forget, forgetful, Ar., Plat., etc.; c. gen. rei, Xen., in comp. ἐπιλησμονέστερος, whereas Ar. has ἐπιλησμότατος (as if from ἐπίλησμος).
English (Woodhouse)
forgetful, having a bad memory
Mantoulidis Etymological
(=ξεχασιάρης). Ἀπό τό ἐπιλανθάνομαι (ἐπί + ἔλαθον -λαθ-ληθ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λανθάνω.