ἑτεροδιδασκαλέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eterodidaskaleo
|Transliteration C=eterodidaskaleo
|Beta Code=e(terodidaskale/w
|Beta Code=e(terodidaskale/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[teach differently]], [[teach false doctrine]], <span class="title">1 Ep.</span>Ti.<span class="bibl">1.3</span>.</span>
|Definition=[[teach differently]], [[teach false doctrine]], ''1 Ep.''Ti.1.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] anders, d. i. falsch lehren, N. T; K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] anders, d. i. falsch lehren, N. T; K. S.
}}
{{bailly
|btext=[[ἑτεροδιδασκαλῶ]] :<br />[[enseigner une autre]], [[une fausse doctrine]].<br />'''Étymologie:''' [[ἑτεροδιδάσκαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροδιδασκαλέω:''' досл. учить иначе, перен. распространять лжеучения NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτεροδῐδασκᾰλέω''': [[διδάσκω]] ἑτέρας διδασκαλίας, οὐχὶ τὰς ὀρθάς, πρὸς Τιμόθ. Α΄ Επιστ. κ. α΄, 3, Ἰγνάτ. 721Β, κλ.: ― ἑτεροδιδασκαλία, ἡ, ἀπατηλὴ [[διδασκαλία]]. Εὐστ. Πονημάτ. 81. 96: ― ἑτερο-[[διδάσκαλος]], ὁ, ὁ ἕτερα καὶ οὐχὶ τὰ ἀληθῆ διδάσκων, [[αἱρετικός]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 32.
|lstext='''ἑτεροδῐδασκᾰλέω''': [[διδάσκω]] ἑτέρας διδασκαλίας, οὐχὶ τὰς ὀρθάς, πρὸς Τιμόθ. Α΄ Επιστ. κ. α΄, 3, Ἰγνάτ. 721Β, κλ.: ― ἑτεροδιδασκαλία, ἡ, ἀπατηλὴ [[διδασκαλία]]. Εὐστ. Πονημάτ. 81. 96: ― ἑτερο-[[διδάσκαλος]], ὁ, ὁ ἕτερα καὶ οὐχὶ τὰ ἀληθῆ διδάσκων, [[αἱρετικός]], Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 32.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enseigner une autre, une fausse doctrine.<br />'''Étymologie:''' [[ἑτεροδιδάσκαλος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑτεροδῑδασκᾰλέω:''' [[διδάσκω]] διαφορετικά, [[διδάσκω]] λανθασμένα πράγματα (κι όχι τα σωστά), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἑτεροδῑδασκᾰλέω:''' [[διδάσκω]] διαφορετικά, [[διδάσκω]] λανθασμένα πράγματα (κι όχι τα σωστά), σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροδιδασκαλέω:''' досл. учить иначе, перен. распространять лжеучения NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 18:50, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροδῐδασκᾰλέω Medium diacritics: ἑτεροδιδασκαλέω Low diacritics: ετεροδιδασκαλέω Capitals: ΕΤΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΩ
Transliteration A: heterodidaskaléō Transliteration B: heterodidaskaleō Transliteration C: eterodidaskaleo Beta Code: e(terodidaskale/w

English (LSJ)

teach differently, teach false doctrine, 1 Ep.Ti.1.3.

German (Pape)

[Seite 1048] anders, d. i. falsch lehren, N. T; K. S.

French (Bailly abrégé)

ἑτεροδιδασκαλῶ :
enseigner une autre, une fausse doctrine.
Étymologie: ἑτεροδιδάσκαλος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροδιδασκαλέω: досл. учить иначе, перен. распространять лжеучения NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροδῐδασκᾰλέω: διδάσκω ἑτέρας διδασκαλίας, οὐχὶ τὰς ὀρθάς, πρὸς Τιμόθ. Α΄ Επιστ. κ. α΄, 3, Ἰγνάτ. 721Β, κλ.: ― ἑτεροδιδασκαλία, ἡ, ἀπατηλὴ διδασκαλία. Εὐστ. Πονημάτ. 81. 96: ― ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ, ὁ ἕτερα καὶ οὐχὶ τὰ ἀληθῆ διδάσκων, αἱρετικός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 3. 32.

English (Strong)

from ἕτερος and διδάσκαλος; to instruct differently: teach other doctrine(-wise).

English (Thayer)

ἑτεροδιδασκάλω; (ἕτερος and διδάσκαλος, cf. κακοδιδασκάλειν, Clement of Rome, 2 Corinthians 10,5 [ET]); to teach other or different doctrine i. e. deviating from the truth: Ignatius ad Polycarp, 3 [ET], and others ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

ἑτεροδῑδασκᾰλέω: διδάσκω διαφορετικά, διδάσκω λανθασμένα πράγματα (κι όχι τα σωστά), σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἑτεροδῑδασκᾰλέω,
to teach differently, to teach errors, NTest. [from ἑτεροδιδάσκαλος

Chinese

原文音譯:˜terodidaskalšw 赫帖羅-笛打士卡累哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:不同-教
字義溯源:傳異樣的教導,傳異教;由(ἀλλοιόω / ἕτερος)*=別的)與(διδάσκαλος)=教師)組成;而 (διδάσκαλος)出自(διδάσκω)=教)。 (διδάσκω)出自(δαπάνη)Y*=學)
出現次數:總共(2);提前(2)
譯字彙編
1) 傳異樣的教導(2) 提前1:3; 提前6:3